Μεγάλα λόγια μάς λέγατε,
αλλά ξεφτίσανε σαν το χαλάκι της εξώπορτας.
αλλά ξεφτίσανε σαν το χαλάκι της εξώπορτας.
Οι χαμηλές ομιλίες στα τρένα
χρυσάφι για το μέλλον.
Ώριμο μήλο φωτίζει την κουζίνα
και βρίσκω τον δρόμο σου.
Τα άγουρα σώματα έχουν και αυτά τη γήρανση τους.
Τα περισσότερα είναι φυλλοβόλα.
Τα κόκκινα μαλλιά σου φωτιά στην γειτονιά.
Τα πράσινα δεν ήρθανε ακόμη.
Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!
Ο αέρας, ο αέρας τα πήρε όλα
και άφησε ένα κατακάθι μνήμης,
μια λάσπη στο μυαλό.
Οι αποθήκες των ονείρων μου
είναι πάντα γεμάτες χώμα.
Τι μου φταίει το ποίημα,
εάν το ποτάμι δεν περνάει
μέσα από το σπίτι μου.
Το φεγγάρι, σκαλωμένο στο γιακά σου,
σε φιλάει απεγνωσμένα.
Γύρω καπνός, αυτοκίνητα και λύπη.
Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.
Στη δεξαμενή των λυγμών σου
πρόσθεσε το όνομα μου.
Καπάκια μπίρας πεταμένα μέσα
στο μυαλό της παλιάς γυναίκας,
που τώρα ασπρίζει σιγά σιγά και χάνεται.
Η γαλάζια πετσέτα σου, που όταν σκουπίζεσαι
γίνεται κατακόκκινη.
Τα κινούμενα σχέδια του Χάρου.
Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα.
Τι σκουλήκι.
Τα θραύσματα της χθεσινής ημέρας
με πήραν στο πρόσωπο και μου αφήσανε σημάδια.
Το σαράκι μέσα στην ησυχία της νύχτας
δημιουργεί μουσική και το λαβύρινθο του.
Τα πουλιά βουτούσαν στο απόγευμα
όπως στο νερό.
Τους άρεσε να παίζουν με τη φωτιά.
Ο πεθαμένος έβαφε τα παπούτσια του.
Έχει να κάνει δρόμο και δρόμο
σε βραχώδη και σκονισμένα σύννεφα,
μέχρι να ξαναέρθει στη γη
και να κρυφτεί στο σπιτάκι του κήπου.
Η ντουλάπα θα χαθεί, θα γίνει σκόνη.
Τώρα όμως είναι αιώνια,
κρύβει τα ρούχα σου.
Όταν παλεύεις με τον ύπνο
και τον μαύρο κισσό
που έρπει στο σώμα σου
τα ξημερώματα.
Το τοπίο ήταν δεδομένα θλιμμένο.
Φύσαγε νοτιάς, σκοτείνιαζε
και όλοι κοιτούσαν κάτω το χώμα.
Κάπου έβρεχε κι ένα παιδάκι έκλαιγε.
Ένα άλογο μάσαγε τον αέρα.
Όμως από το βάθος του τοπίου
ακούγοντας ιαχές και κλαγγές όπλων.
Η επανάσταση ερχότανε
κόκκινη θάλασσα μουγκρίζοντας.
Ένα φρούτο κύλησε στο δρόμο.
Ψάχνει για χώμα,
για να σαπίσει ήρεμα.
Ασαφή τα όρια αυτής της νύχτας
που σε περιμένω.
Όπως χαλάει ένα ρολόι
και το κάνεις βίδες
για να βρεις το μυστικό του.
Την ψίχα του χρόνου.
Βλέπεις το τίποτα
να αναδύεται καπνός.
Από εκείνο τι σπίτι βγαίνει μουσική.
Ανεβαίνει σαν νερό να μας πνίξει.
Κάποιος εκεί μέσα παίζει με τις λέξεις
στα σκοτεινά. Ρίχνει πεσσούς.
Αφήνεις τα ίχνη σου πάνω μου
και γίνομαι κατάστικτος.
Έτσι με γνωρίζουν στον παράδεισο.
Το μισοσκόταδο μέσα στο εκκλησάκι
άγουρο δαμάσκηνο στο αττικό φως.
Σκόνη πέφτει, όπως τρίζουν τα δοκάρια
του ουρανού.
Μας ασπρίζουν τα μαλλιά.
Δεν πρόκειται να γίνει καμιά καταστροφή,
απλώς περνάνε τα χρόνια.
Στην άκρη του καλοκαιριού,
ο μεταξοσκώληκας τρώει φως
και βγάζει μετάξι για την νύχτα.
Το μισό του προσώπου έσκαβε το φως.
Το άλλο μισό ήτανε στο σκοτάδι.
Ηθοποιός και παίζει τον ίδιο ρόλο μια ζωή.
Κλασσικός έγινε. Ο ίδιος νιώθει σαν να αναβοσβήνει
το φως και κλείνει τις πόρτες.
Έτσι μια μέρα κοκάλωσε.
Τα ξέχασε όλα.
Τα μόνα που έλεγε, όπως χαμένο παιδί
στην ακρογιαλιά : «θα, θα, όταν θα»,
και προσπαθούσε να κλάψει.
Δευτερόλεπτα του φόβου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου