Βουτιά στην ιστορία των απαυδισμένων με αφορμή το σύνθημα εναντίον του πρωθυπουργού.
«Ραδιουργίες και σκευωρίες ας κάνει ο Κλέωνας όσες γουστάρει/ ∆εν θα µπορέσει να µε τουµπάρει/ Στρατό γερό έχω το δίκιο και το σωστό/ Ποτέ, ποτέ µου να µη πιαστώ/ χέστης και πούστης όπως αυτός» (Αριστοφάνης, «Αχαρνής»). Είµαστε στο 425 π.Χ. Εχουν περάσει ήδη έξι χρόνια απ’ όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεµος και κάθε άνοιξη οι Σπαρτιάτες εισβάλλουν στην Αττική και λεηλατούν την αθηναϊκή ύπαιθρο. Οι Αθηναίοι αγρότες συρρέουν στα Μακρά Τείχη για να σωθούν και επιβιώνουν (όσοι τουλάχιστον γλιτώνουν από τον λοιµό) µα δεν ζούνε, αφού η πραγµατική τους ζωή είναι συνυφασµένη µε τα αµπέλια, τις ελιές, µε τα οπωροφόρα και τα ζώα τους. Ενας από αυτούς, ο ∆ικαιόπολις, φτάνει εκείνο το πρωί στην Εκκλησία του ∆ήµου αποφασισµένος να παλέψει για την ειρήνη, να πείσει τους Αθηναίους πως αληθινά πατριωτική στάση είναι ο τερµατισµός του καταστροφικού πολέµου.
Στην Πνύκα, όµως, µε στρεψοδικίες και τεχνάσµατα, µε χρηµατισµούς και συκοφαντίες, κυριαρχεί ο πολεµοχαρής στρατηγός Κλέων. Σε αυτό τον ισχυρό δηµαγωγό θα στραφούν τα βέλη του Αριστοφάνη – η σάτιρα νοµιµοποιείται όταν στοχεύει τα δολερά της εξουσίας. «∆ειλός και λακαταπύγων» λοιπόν ο Κλέων για τον αθυρόστοµο ποιητή. «∆ειλός και ξεκωλιάρης» µεταφράζει κατά λέξη ο Στέφανος Κουµανούδης (1985). «Κάθαρµα και δειλός, κουµάσι» ερµηνεύει ο Ρούσσος (1992). «Φουκαράς, χέστης και µασκαράς», συγκρατηµένος ο Παύλος Μάτεσις (1998). «Χέστης και πούστης» διαλέγει την αµφισηµία ο Παντελής Μπουκάλας (2005). Στη λαϊκή κουλτούρα, παλαιότερα τουλάχιστον, «πούστης» αποκαλούνταν ο οµοφυλόφιλος αλλά επίσης ο φαύλος, ο ραδιούργος που υπονοµεύει κάθε θετική έκβαση.
Όχι, κανείς ακόµη δεν σκέφτηκε να καταγγείλει τον Αριστοφάνη ή τους µεταφραστές του για σεξισµό. ∆ιότι ο υβριστικός χαρακτηρισµός δεν µπορεί να αποσπαστεί από το συγκεκριµένο πλαίσιο, την περίσταση επικοινωνίας εντός της οποίας εκφέρεται. ∆εν είναι µόνο η λογοτεχνική και θεατρική συνθήκη που το επιτρέπουν, αλλά δύο επιπλέον κρίσιµα στοιχεία: το γεγονός ότι η βρισιά απευθύνεται από τον αδύναµο στον ισχυρό και το γεγονός πως ο ισχυρός τελεί εν αδίκω. Την ώρα που βλέπει τον κόσµο του να καταστρέφεται, ο ανίσχυρος άντρας, έχοντας επίγνωση της αδυναµίας του να τιµωρήσει τον φταίχτη, εκδικείται συµβολικά, εκτοξεύει βρισιές µε τον ίδιο τρόπο που στις παραδοσιακές κοινωνίες η ανίσχυρη γυναίκα κατέφευγε στις κατάρες.
Ας έρθουµε τώρα στη σύγχρονη Ελλάδα, σε µια στιγµή που κάποιοι πάλευαν για την (πολιτική) ειρήνη και κάποιοι άλλοι συντηρούσαν το (εµφυλιο)πολεµικό κλίµα. ∆έκα ηµέρες µετά τη διαβόητη Αποστασία, στις 25 Ιουλίου 1965, ο σκιτσογράφος Μποστ σε ρόλο Αριστοφάνη δηµοσιεύει στην «Αυγή» µια από τις ευφυείς, τις εσκεµµένα ανορθόγραφες γελοιογραφίες του. Ο επικεφαλής των αποστατών, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ενηµερώνει τηλεφωνικά τον βασιλέα που παραθερίζει στην Κέρκυρα πως η εκτροπή κινδυνεύει να εκτροχιαστεί: «∆ηστηχώς πλήθη εις την λεοφόρον/ Συνοδέβοντες µίαν νεκροφόρον/ Παρά τα δακρυγόνα κε τα άρµατα/ Μας αποκαλούν δολοφόνους και καθάρµατα…». Η απόγνωση είναι ορατή στο πρόσωπο του Νόβα, ο ιδρώτας τρέχει από το πρόσωπό του, είναι άξιος διακωµώδησης µα όχι ύβρεων – δεν είναι αυτός ο Κλέων. Ο Κλέων στέκεται όρθιος πίσω του µε ύφος µπλαζέ, φρύδι ειρωνικά υψωµένο, χέρια και πόδια χαλαρά διπλωµένα. Είναι ο ενορχηστρωτής του παρασκηνίου, ο ραδιούργος, ο διπρόσωπος. Οπως κάθε ικανός σκευωρός, δεν ανησυχεί· αν χρειαστεί, θα κινητοποιήσει τις εφεδρείες και ασφαλώς τον ελεγχόµενο Τύπο: στη δεξιά του µασχάλη κρατάει διπλωµένη την «Ελευθερία», την εφηµερίδα που πρόβαλλε τη συνταγµατική εκτροπή ως σωτηρία του έθνους. Αυτός ήταν ο κεντρικός στόχος του Αριστοφάνη-Μποστ, αυτός και ο στόχος του χορού στα Ιουλιανά – τις λαϊκές διαδηλώσεις του καλοκαιριού εκείνου. Πλάι στο αµιγώς πολιτικό σύνθηµα «1-1-4» που κυριάρχησε τότε, θυµίζοντας πως η προστασία της δηµοκρατίας επαφίεται στον πατριωτισµό των Ελλήνων, ακούστηκε πολύ και το υβριστικό «Μητσοτάκη κάθαρµα!». Οταν η κυβέρνηση Νόβα προσήλθε στη Βουλή για ψήφο εµπιστοσύνης ένας επιφανής αγορητής αναφέρθηκε απαξιωτικά στα «συνθήµατα των νοµάδων» που «δεν τιµούν την πολιτικήν ηγεσίαν της δηµοκρατικής παρατάξεως». Ηταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε ρόλο Κλέωνα. Ο Αριστοφάνης-Μποστ, όµως, γνώριζε πως υπό συνθήκες εκτροπής ο λαός δικαιούται να εκτραπεί.
Τη δεκαετία του 1980 η λαογράφος Μαίρη Κουκουλέ συγκέντρωσε στο τρίτοµο «Νεοελληνική αθυροστοµία» όσα σπαρταριστά επινοούσαν διάφορες εγκλωβισµένες κοινωνικές οµάδες, όπως οι µαθητές και οι φαντάροι – ωµά µπινελίκια τα περισσότερα, ανεπεξέργαστα και σεξιστικά, µα κάποια εξόχως ευρηµατικά, διαβρωτικά και κάποτε ανατρεπτικά, σαν παράθυρα ελευθερίας στις σκληρές δοµές που όριζαν τη ζωή τους. Οι δάσκαλοι και οι παπάδες, τα ιερά και τα όσια του έθνους διακωµωδούνται ανελέητα και χλευάζονται ασύστολα. Αποκορύφωµα η βέβηλησεξο-«Ιλιάδα». Και αν οι µαθητές του ’60 απαυδισµένοι από τον κλασικισµό του σχολείου και τον αυταρχισµό των δασκάλων αναφωνούσαν «εις τον πόλεµον της Τροίας/ εγαµήθηκεν ο ∆ίας», γιατί άραγε σήµερα οι απελπισµένοι πυρόπληκτοι να µην ευχηθούν ανάλογη τύχη στον επηρµένο που αναγορεύει εαυτόν εις εγκόσµιον ∆ίαν;
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πηγή: https://www.documentonews.gr/article/xaris-athanasiadis-vomoloxias-egkomion/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου