Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Βύρων Λεοντάρης-Θέσεις για τον Καρυωτάκη

Ι. Υπάρχουν ποιητές τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και ποιητές που τους ανακαλύπτομε αδιάκοπα. O Καρυωτάκης είναι o ποιητής που απωθούμε.
ΙΙ. Ο Καρυωτάκης δεν ορίζεται σαν προσωπικότητα. Ορίζεται μόνο σαν πραγματικότητα. Είναι καιρός να απορρίψομε όλες τις εκδοχές που έκαναν το ύποπτο λάθος να τον προσεγγίζουν μόνο ή κυρίως σαν προσωπικότητα-περίπτωση.
Ο Καρυωτάκης σαν μορφή είναι άγνωστος.
Άγνωστος από όσα έγραψαν οι βιογράφοι του. – Είναι τρομακτικά ασήμαντα όλα όσα μας παραδόθηκαν για τη ζωή του, τις συνήθειές του, τα βάσανά του. Αν πάρομε στα σοβαρά τους βιογράφους του, θα πρέπει να συμπεράνομε ότι υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος και (βέβαια…) πολύ κατώτερος από τους βιογράφους του, που με ανοίκειο ναρκισσισμό δεν κάνουν στην ουσία τίποτε άλλο από το να αντιπαραθέτουν και να προβάλλουν με κάθε ευκαιρία τη δική τους προσωπικότητα.
Άγνωστος από όσα ο ίδιος αυθεντικά έχει πει για τον εαυτό του.
– Ο Καρυωτάκης δεν είχε φίλους, δεν ανήκε σε λογοτεχνικές συντροφιές, δεν είχε καν ανθρώπινους δεσμούς. Ήταν και έμεινε τέλεια οχυρωμένος πίσω από μιαν αδιαπέραστη ασπίδα συμπεριφοράς και λόγων καθημερινότητας.
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. – Όσο τις κοιτάζομε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να την δούμε, αρνείται ν’ αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο.
Και θα μείνει άγνωστος. – Ας το πάρουν απόφαση πια βιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας, επετειογράφοι, σαβανωτές και σαβανώτριες. Κι αν ακόμη συμπληρωθούν τα «αποσιωπητικά» των επιστολών του, κι αν δημοσιευτούν κι άλλα ανέκδοτα κείμενα, κι αν βρεθούν δελτία νοσηλείας του κι όσα άλλα στοιχεία του «φακέλλου» του, δεν πρόκειται να μάθομε τίποτε παραπάνω από όσα «ξέρομε».
Ο Καρυωτάκης είναι μια αντιπροσωπικότητα.
ΙΙΙ. Η ποίηση πραγματοποιεί τους σταθμούς της όταν αντικρίζει τις αυταπάτες της ή όταν συναντά το αδιέξοδό της. Οι σταθμοί αυτοί εκδηλώνονται πάντοτε αρνητικά, με την ασφυξία και ανακοπή του ποιητικού λόγου ή με την αυτοκαταστροφή του, ενώ παράλληλα η τρέχουσα ποίηση εξακολουθεί να ανθεί με αυτάρεσκους ακισμούς.
………………………………………………………..
IV. Κατά ένα μεγάλο μέρος της (με άξονα τα ποιήματα «Όλοι μαζί…», «Μικρή ασυμφωνία σε α μείζον», «Σταδιοδρομία») η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Κανένας άλλος ποιητής δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, και σε κανένα άλλο ποιητικό έργο δεν αναιρούνται τόσο ριζικά και καίρια οι ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή.
Οι αντιλήψεις για την «μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για την μεσσιανική «αποστολή» του ποιητή κλπ., σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς, που μαρτυρούν πως ο Καρυωτάκης θα πρέπει πολύ να διανοήθηκε πάνω στους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης, και πως βρήκε πολύ ανεπαρκείς και τις κοινωνιστικές θεωρίες «του περιβάλλοντος κλπ.», αφού τοποθετεί μέσα σε εισαγωγικά τις λέξεις «περιβάλλον» και «εποχή». Έτσι ο Καρυωτάκης γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.
VII. Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας.
Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μηρυκασμούς στην έμπνευση, συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης – κοινωνικοί όροι ύπαρξής της. Νομιμοποίησε συγχρόνως και το μόνο δυνατό γλωσσικό ιδίωμα στην νεοελληνική ποίηση, απορρίπτοντας όλον τον τεχνητό γλωσσικό εφιάλτη της εποχής.
Ποιητές-ανακαινιστές της γλώσσας μπορούν να υπάρξουν μόνο σε έθνη που δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμη πολύ από το βαρβαρικό (με την σωστή σημασία της λέξης) παρελθόν τους, σε έθνη δηλ. που η γλώσσα τους βρίσκεται σε ακμή και ανάπτυξη. Τα έθνη με πανάρχαιες, ερειπωμένες πια γλώσσες, έχουν χάσει το παιχνίδι στον τομέα αυτόν. Δεν υπάρχει άλλο γλωσσικό ιδίωμα για την ελληνική ποίηση, παρά η γλώσσα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εξόριστου, της διασποράς, η γλώσσα του έλληνα σε συνεχή κατάσταση ανάγκης. Από δω και η καταγωγή της ποπ-καθαρεύουσας των υπερρεαλιστών, άσχετα αν σήμερα κατάντησε να γίνει η γλώσσα της ανεκδοτολογικής ποίησης.
VIII. Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κλπ.) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη.
Με όλους τους μηχανισμούς της, δεν κατορθώνει να τον εντάξει (δηλ. να τον αφανίσει) θετικά ή αρνητικά στο σύστημα των αξιών της. Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες – μα οι σελίδες του μοιάζουν να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν. Του κάνουν διαλέξεις – όπου τελικά δεν λέγεται τίποτε γι’ αυτόν. Θέλουν ακόμη να του στήσουν και προτομή – μα το μάρμαρο ασφαλώς θα ραγίσει…
Δημιουργούν το πλάσμα του «καρυωτακισμού» για να τον σαβανώσουν μέσα σ’ αυτό – αλλά «καρυωτακισμός» δεν υπήρξε ποτέ, είναι το πιο ανύπαρκτο μυθολογικό τέρας της νεοελληνικής ποίησης.
Επιχειρούν αισθητικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις του χωρίς αισθητική και χωρίς φιλοσοφία – όμως τα πιο έγκυρα κριτικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για έλληνα ποιητή, δηλ. τα κείμενα Παράσχου, Άγρα, Μαλάνου, δεν σβήνουν.
Και τώρα τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της νεοαντιστασιακής κομφορμιστικής «αμφισβήτησης» – μα η δίψα του κόσμου για τις πηγές γίνεται όλο και εντονότερη.
Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης, γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους.
. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλ. κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών.»
1973

Βύρων Λεοντάρης, Θέσεις για τον Καρυωτάκη, Περιοδικό Σημειώσεις, τ.1. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου