Ὅλα θὰ σβήσουν καὶ τοῦ ἥλιου ἡ πλανεμένη ἀχτίδα
εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ φύγῃ.
Πάλι ἡ βουβή μας κάμαρα χωρὶς καμμιὰν ἐλπίδα
τἄδεια μας μάτια σμίγει.
Κι᾿ ἀπόψε ἡ νύχτα θὰ διαβῆ μὲ τὴν τρελλή μου σκέψη,
ὅλη φιλιὰ καὶ δάκρι
καὶ θὰ μᾶς εὕρῃ ἡ αὐγή, νεκροὺς ποὺ θἄχουν ἐπιστρέψει
σὲ μιᾶς ζωῆς στὴν ἄκρη.
Ὅ, τι μάταιο στὶς μέρες μου μπαίνει πιὸ μάταιες ποὖνε
μὲ φόβο τὸ κοιτάζεις.
Ἔξω στὸν κῆπο ἀπὸ χαρὰ τἄνθη λιγοθυμοῦνε.
Σὰν τί χαρά μου τάζεις.
κι᾿ ὅλο γυρίζω τὴ ματιὰ στὴν ἄψυχή σου εἰκόνα
Διάδημα ἀπ᾿ ἄσπρο φῶς
σοῦ γίνεται τοῦ βάζου μου ἡ ἐαρινὴ κορῶνα,
τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀνθός.
Κ᾿ ἔτσι γλυκαίνει σου ἡ μορφὴ καὶ στὸ ἄρωμα ἡ καρδιά μου,
ποὺ σὰ νὰ καρτερῶ
νὰ σὲ λυγίζουν τὰ βαριὰ μύρα ναρθῆς κοντά μου,
ναρθῆς μὲ τὸν καιρό.
Εἶμαι τρελλὴ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, ἀφοῦ πιὰ ἔχεις πεθάνει,
νὰ λυώνω στὴ λαχτάρα τῶν φιλιῶν,
νὰ νοιώθω τώρα πὼς αὐτὸ ποὺ μοὔδωσες δὲ φτάνει,
δὲ φτάνει ἡ δρόσος τῶν παλιῶν.
Μὲ μίαν ἀσίγαστη μανία νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ λείπει,
νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ κράτησες κρυφὸ
κ᾿ ἔτσι νὰ δέρνωμαι μ᾿ αὐτὸ τὸ μάταιο καρδιοχτύπι.
Στὰ μάτια σου τὴν τρέλλα νὰ ρουφῶ.
Τί θ᾿ ἀπογίνω, ἀγαπημένε, ποὺ θὰ σὲ ζητήσω;
Ἄλλοτε οἱ μέρες φεύγανε στὴν προσμονή σου σκιές.
Αἰῶνες καρτερώντας σε μποροῦσα νὰ διανύσω,
μὲ τὄνειρό σου οἱ πίκρες μου γλυκιές.
Ποῦ νἆσαι; Τί ναπόμεινε ἀπὸ σὲ νὰ τὸ ζητήσω;
Ποῦ νἆναι τὸ στερνό μου αὐτὸ ἀγαθό;
Ὤ, δὲν μπορεῖ μία ὁλόκληρη ζωὴ γι᾿ αὐτὸ νὰ ζήσω
καὶ μάταια καρτερώντας νὰ χαθῶ.
Ἄνοιξη! Ὁ ἥλιος χρυσαφιοῦ πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντοῦ καὶ σἀγαπῶ, σὲ καρτερῶ.
Βραδύνεις κ᾿ ὑποψιάζομαι, ζηλεύω, δὲ σοῦ πῆρα
ὅλης σου τῆς ψυχῆς τὸ θησαυρό.
Τὰ λόγια σου! Ὢ τὰ λόγια σου, μία ὑπόσχεση ποὺ καίει
μία ὑπόσχεση ποὺ ἀργεῖ πολὺ ναρθῆ.
Τ᾿ ἀκούω παντοῦ, δὲν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει ἡ ἀγάπη σου, προτοῦ μοιραῖα χαθῆ.
Τὰ λόγια σου μὲ μέθυσαν τὴ μέθη τοῦ θανάτου
κι᾿ ἀκόμα δὲν ἐσίγασαν. Μιλοῦν
καὶ μὲ τρελλαίνουν, μὲ μεθοῦν, μὲ φέρνουν πιὸ σιμά σου,
ἐνῶ πιὸ ἀκαταμάχητα στὴν ὕπαρξη καλοῦν.
Ἀγαπημένε, ἂν τὴ ζωὴ τὴ δώσω πίσω, ᾿πέ μου,
τί θὰ ὠφελήση, ἀφοῦ δὲ θὰ σὲ βρῶ;
Δὲ λογαριάζω τὴ ζωή, μὰ πὼς μπορεῖ, καλέ μου,
νὰ σβήση πιὰ ἡ ἀγάπη μου; Καὶ νὰ μὴ σ᾿ ἀγαπῶ,
ἐνῶ θἄναι Ἄνοιξη παντοῦ ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή μας
νὰ ἐπικαλῆται τὸν αἰώνιον ἔρωτα καὶ μεῖς
στεφάνι νὰ τοῦ πλέκουμε μὲ μόνο τὸ φιλί μας,
μέσα στὸ γιορτασμὸ λατρείας θερμῆς.
Ὤ, δὲ μοῦ δίνει ὁ θάνατος καμμιὰ καμμιὰν ἐλπίδα
καὶ μοῦ τὶς ἔσβησε ἡ Ζωὴ σὰ μία ψυχρὴ πνοή.
Τώρα μοῦ μένει στοῦ ἔρωτα τὴν ἄγρια καταιγίδα
νὰ ἰδῶ νὰ μετρηθοῦν γιὰ μὲ θάνατος καὶ ζωή.
Μαρία Πολυδούρη (1905 - 1930)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου