Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Στράτης Μυριβήλης – Θεοφάνεια


Κατέβηκε ο Θεός, γονάτισε στο διάσελο του Υμηττού, τέντωσε στο γόνατο το δοξάρι και τοξεύει. Βουίζει η κόρδα, κλαγγίζει η φαρέτρα στο γυμνό πλευρό, η ακένωτη φαρέτρα με τις ασημένιες σαΐτες. Τα θεϊκά βέλη τρέχουν πυρωμένα. Σκίζουν τον αττικόν αγέρα, σφυρίζουν, αργυρά χελιδόνια του μεσημεριού. Πετούν και μεταλαμπαδεύουν την απολλώνια φωτιά στα σπίτια και τις στέγες, στα μάρμαρα και στη σάρκα, στα κύματα και στις καρδιές.

Τ' απομεινάρια των πεύκων φλέγονται πυρσοί, οι ασφαλτωμένες στράτες λιώνουν κάτω από τα βήματα, ο αγέρας τρέμει, γεμάτος από τις αστραπές της αργυρής ασπίδας. Το ξανθό χώμα με το καμμένο χαμομήλι λιβανίζει ζεστούς αχνούς. Είναι ένα πύρινο θεμιατήρι η Αττική, στα πόδια του Θεού με τα φλογάτα μαλλιά  και τα λαμπρά μάτια.

Τo   μεσημέρι   της Αθήνας.

Σηκώστε τα μάτια με την υπόλοιπη προσπάθεια πού σας απόμεινε και δείτε καταμεσήμερα τον ουρανό της Αθήνας, πώς ξάσπρισε σαν τον υδράργυρο και στάζει. Λιώνει και ρέει μέσα στα νερά του Σαρωνικού. Στα κύματα άναψαν οι αργυρές φλόγες. Και όλα, πέτρες, δένδρα, καράβια, ζωντανά και άνθρωποι, κάβοι και νησιά, εξαϋλώνονται, εξατμίζονται κάτω από το  αργυρό μαστίγωμα.

Κάθε τι το υλικό, όλο το γεώδες μέρος της πλάσης, το λίπος των σχημάτων της ζωής λαμπαδιάζει, καίγεται σαν την στεγνήν ίσκα. Κάθε ύπαρξη, κάθε περίγραμμα εξαγνίζεται από το λίπος των διαστάσεων. Οι ζωγράφοι του τοπίου είναι απελπισμένοι. Πως να συλλάβει ο χρωστήρας τη ρευστή φωτιά πού πυρπολεί το όραμα; Όλα τα πράγματα χάνουν των ύλη τους, ξεφορτώνουνται το άχθος του εαυτού των με ένα βαθύν στεναγμό ανακούφισης. Μέσα από τον όχλο των υλικών σχημάτων πού σταχτώνουνται, σκιρτά αδέσμευτη και χορεύει η φλόγα της ιδέας των πραγμάτων. Τι θαύμα!

Αν ήμουνα ζωγράφος θα προσπαθούσα να δώσω την ιδέα των εξατμισμένων σχημάτων, των σταχτωμένων όγκων. Στέκουμαι και βλέπω τις αρχαίες κολώνες των ναών. Το φως τις διαπέρασε, τις μούσκεψε με τη διαφάνεια του ως το βάθος. Είναι στήλες από μάργαρο. Ρέει η λυομένη φλόγα απ' όλες τις επιφάνειες, σπιθίζει και κρουνελίζει από τις επίχρυσες αυλακές των ραβδώσεων. Μα υπάρχουν κι' όλας όλ' αυτά; Υπάρχουν τάχα με την πυκνότητα τους οι σπόνδυλοι, με το ανθισμένο βάρος τους οι μαρμαρένιες άκανθες, με το μέγεθος τους τα πελώρια κιονόκρανα; Ή μήπως είναι μια παραίσθηση πού μας γοητεύει; Κάθε μία είναι και μία στήλη πυρός, πού ορμά προς τον ουρανό από το καμμένο χώμα, σαν εκείνη την κολώνα της φωτιάς πού έβγαινε κάθε νύχτα από τα σκοτάδια της σκληρής πορείας και οδηγούσε τον οδοιπόρο Ισραήλ πάνω στο δρόμο της μοίρας του. Εδώ καίνε τόσες στήλες πυρός, και δεν υπάρχει ο λαός του Ισραήλ, να τις δει και να τις ακολουθήσει, πού πορεύουνται οδηγητικά προς τον άγιο νόμο του Απόλλωνα.

Ο Θεός με τα χρυσά σγουρά και τις γαλάζιες φλόγες στα μάτια, γονάτισε σ' ένα διάσελο του Υμηττού και τοξεύει τις φτερομένες φλόγες, Ο αργυροδόξαρος. Η κόρδα βουίζει μουσικά μέσα στο καταμεσήμερο. Από την ίδια νευρή είναι αρματωμένη και ή λύρα του.

Πάνω στον φλουροκαπνισμένο λόφο του Αρδηττού, πέντε πευκάκια περπατούσανε στον ορίζοντα. Πήγαιναν αράδα-αράδα, λίγο σκυφτά, τόνα πίσ' από τ' άλλο, μη χάσουν τα βήματα. Ύστερα γύρισα να τα ξαναϊδώ και δεν τα βρήκα. Ο ήλιος εξαφάνισε το κοκκινωπό φλούδι. Διαπέρασε τους βασανισμένους κορμούς, έβαλε φωτιά στα λεπτά κλωνιά. Εκεί στις ξάκριες μόνο καίγονταν σε φτενά αχτιδωτά η δεντρίσια τους ψυχή, και ο αγέρας σκόρπαγε την ευωδιά της. Χάμω όμως, πάνου στο ξανθό χώμα έρρεε πηχτό το ξανθό ρετσίνι, και αιχμαλώτιζε θανάσιμα τα ανύποπτα πεταλουδάκια. Ο ήλιος κέντησε με νήματα από γαλάζιον ίσκιο ατόφια την «ιδέα του δένδρου».

Καταμεσήμερο της Αττικής. Πάρτε το υπόλοιπο του κορμιού σας, το υπόλοιπο της εξατμισμένης θέλησης σας, το υπόλοιπο της καρδίας, και ανεβήτε στην Ακρόπολη. Είναι η επίσημη ώρα του Παρθενώνα. Θα βρεθείτε μέσα στην πιο σκληρήν ηλιοβολή. Είναι σκληρός ο Απόλλωνας. Και ο Παρθενώνας είναι το πιο σκληρό μνημείο της αντρίκιας αρετής. Είναι σκληρός ο Θεός προς το κάθε τι πού δεν έχει το χάρισμα να καίγεται, πού δεν έχει τη δύναμη να σπάσει το τσόφλι της ύλης του, να ξελευτερωθεί, πού δε θέλει να αποχωριστεί το λίπος του βάρους του.

Είναι επικίνδυνο όμως. Θα βρεθείτε κει πάνω ολομόναχος μπροστά στα φλογερά Θεοφάνεια. Ο Απόλλωνας κατεβαίνει και περπατεί ανάμεσα στους άσπρους και χρυσούς ναούς. Περπατεί κάθε μεσημέρι. Τότες τα μάρμαρα γιορτάζουν. Οι γραμμές ηχούν μουσικά, ό ιχώρας κυκλοφορεί κάτω από το λαξευμένο πρόσωπο της πέτρας. Οι κόρες του Ερεχθείου χαμογελούν, σαν ν' άκουσαν από το βυθό του χρόνου τα αρχαία βήματα των Παναθηναίων πάνω στις χορταριασμένες πλάκες.

Και συ, ω μικρούλα Ατθίς, με τα λιγνά μέλη και τα στάχυα της Δήμητρας στα μαλλιά, πού σε βλέπω να περιπλανάσαι ολομόναχη ανάμεσα στα ζωντανά μάρμαρα. Μικρούλα Ατθίς, πόσο πρέπει να σε φίλησε ο Θεός του ρυθμού για να πάρει το πρόσωπο σου το χρώμα πού έχει το μέλι του Υμηττού. Πόσους αιώνες χόρεψε η ελληνική ψυχή σου κάτω από τούτα τα πάμφωτα μάρμαρα για να κινείσαι έτσι ανάλαφρα σαν μια βέργα αγριλιάς μέσα στη γαλάζια φωτιά του μεσημεριού!  Και πόσο τάχα σε κοίταξε κατάματα ο Θεός του φωτός, για να ανάψουν αυτά τα άστρα της ψυχής σου μέσα στην ανθισμένη  άκανθα των  βλεφαρίδων  σου!

Απόλλων αποτρόπαιε! Ιδού εμείς, ο λαός σου, γύρω στους αιώνιους βωμούς σου. Ας ορμήσουν πάνω από το κεφάλι μας τα άγια βέλη σου, άγριο κοπάδι φλογερά πετροχελίδονα. Να αγνισθεί ό αγέρας από τα μολέματα της ασκήμιας, να μυρίσει καμένη στουρναρόπετρα ό βράχος του Υμηττού. Τόξεψε την ασκήμια, που είναι αμαρτία στην Ελλάδα, κάμε πάλι τη λύρα σου να κρούσει αυστηρά, αρμονικά την ψυχή της Αθήνας. Ας ορμήσουν, ασημένιες σημαίες, ως τα μεσούρανα οι μεσημεριάτικες φλόγες, να κατακάψουν  κάθε άγος.

Ιδού, ή Αττική αχνίζει στα πόδια σου, θεμιατήρι από χρυσό πηλό. Μέσα, καίγεται ή ψυχή μας η ελληνική, δεντρολίβανο και δαφνόφυλλο. Μη μας χάσεις από τα μάτια σου ως την τελευταία μας ώρα. «Εν δε φάη και όλεσον».

Λογοτεχνικό Τέταρτο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου