Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Για τον Γιώργη Παυλόπουλο

 Η Τασούλα Καραγεωργίου συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου γράφει: «Πρόκειται για μια ποίηση αφηγηματική κατά βάση, με ιστορίες παράξενα χτισμένες με μια εικαστική τεχνική και μια κινηματογραφική οπτική που υπηρετείται εύστοχα από μια γλώσσα χωρίς μαλάματα, πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της, από την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου και στην οποία κυριαρχεί το ρήμα. Η γλώσσα αυτή που διαθέτει την απέριττη αμεσότητα των λαϊκών μύθων, κάποιες φορές ανακαλεί απόηχους απ’ το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συναντάμε στην ποίηση του Παυλόπουλου ποιήματα στα οποία εγγράφεται η ιστορική μνήμη. Εξάλλου η ιστορία στιγμάτισε δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που ούτως ή άλλως κουβάλησε βαρύτατα ιστορικά φορτία ήδη στην ακμή της νεότητάς της. Όμως και αυτά ακόμη, όσα αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα, είναι αφηγηματικά ποιήματα στα οποία η ιστορία καταθέτει τη μαρτυρία της μέσω ενός μύθου από τον οποίο απουσιάζει η ευθεία αναφορά στον τόπο και στον χρόνο…»

«Η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της· να μη πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει […]. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί για να πετάξει – αυτό που έλεγε ο Ομηρος έπεα πτερόενταΔεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.»
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Διαλέξεις, 1992 [1989].

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας; Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του -κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα):  Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής;  Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας;  Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες;  Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση;  Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;  Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη; Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά [Σχόλια του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2004]

Αναδημοσίευση από: https://blogs.sch.gr/pantsal/archives/1033?fbclid=IwY2xjawHiqyhleHRuA2FlbQIxMAABHcrXGA64nf-800jjKwPtYXQuzh-gVfo_iVdoHCsJ6nRHJPxKPc-Cp6N0og_aem_TmUpDo93h3BYIU1uNsV8Ww

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου