'Όταν ή επίσημη στιγμή, που τόσο νοσταλγώ,
απλώνοντας το χέρι της τα μάτια θα μου κλείση,
στο τελευταίο της όνειρο, το πιό γοητευτικό,
τη λυπημένη μου ψυχή για πάντα θα βυθίση.
Τότε, οι τρελές μου οι χίμαιρες, που αγάπησα στη γη,
θἀνθίσουν σαν εξωτικά κι αλλόκοτα λουλούδια,
και, σα να κλαίη ένα παλιό νοσταλγικό βιολί,
θἀκούσω τα παθητικά πού με μεθούν τραγούδια.
Θα λάμπη ένα παράξενο φεγγάρι στα νερά,
βαρκούλες θἁρμενίζουνε μες στη φωτιά της δύσης,
και τότε, που ή μονάχη μου δε θα πονή καρδιά,
θα ζήσω μέσα στὄνειρο και σύ θά μἀγαπήσης.
Πηγή: Από τη συλλογή: Ο Χωρισμός, Αθήνα 1926.
Αναδημοσίευση από: ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου