Προμηθεύτηκε το σιδερικό, δύο γεμιστήρες κι ένα κουτί σφαίρες από έναν γνωστό του Χιλιανό με άκρες στον υπόκοσμο, και το κρατούσε κρυμμένο στη βαλίτσα μαζί με τρύπιες κάλτσες, παντελόνια κι ένα πολυκαιρισμένο σακάκι της ελληνικής περιόδου που δεν φορούσε πια αλλά δεν ήθελε και να αποχωριστεί, γιατί τον βοηθούσε να συγκρατεί το πρόσωπό του ενιαίο. Σκεπασμένα μ' ένα πουκάμισο, θαλασσί, δώρο της Κιμ - ξεθωριασμένο πια από τα πολλά πλυσίματα.
Όταν έμενε μόνος, έπαιρνε τη μαύρη μπερέτα και τη χάζευε. Της φερόταν πότε σαν φίλος και πότε σαν εχθρός. Πολλές φορές δεν άντεχε τη θέα της, την έκρυβε αμέσως στη βαλίτσα, και άλλες τη χάιδευε τρυφερά και τη ζέσταινε, εξοικειώνοντας τα χέρια του και την ψυχή του με την κρυάδα του μετάλλου ώσπου το συνήθισε, όπως ο θηριοδαμαστής· για να δαμάσει το άγριο ζώο, το συνηθίζει πρώτα, το μαθαίνει.
Κρυβόταν στα σκοτεινά δάση της Σκόνε και μάθαινε σκοποβολή πάνω στο σκιάχτρο που έφερνε μαζί του από το κολονί. Το έστηνε μπροστά στα δέντρα και το πυροβολούσε μέχρι που το διέλυσε εντελώς.
Ξεκίνησε από το κεφάλι, κι όταν το είδε διάτρητο, κουρελάκι λιωμένο, κατέβηκε στο σώμα. Τα αμέριμνα ελάφια των εκτάσεων έτρεχαν τρομοκρατημένα από τους πυροβολισμούς· ως και το ελάφι που κουβαλούσε μέσα του, το υφασμένο στην μπάντα της θείας Αντριάνας, πάνω ακριβώς από το κρεβάτι της, τρομοκρατήθηκε. Όπως βοσκούσε, ανασήκωσε το κεφάλι, έπαιξε τα βλέφαρα και πήδηξε από το υφαντό, αλλά και ο στρατιώτης, παρότι κλειδωμένος στην αναρτημένη κορνίζα, δίπλα στην μπάντα που κάλυπτε τον τοίχο, έδωσε σάλτο από τη φωτογραφία κι έφυγε. Έτσι του φάνηκε.
Χορός στα ποτήρια, Βακχικόν 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου