δεν το θέλω. Φοβάμαι.
Φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ότι τραγουδώ
μη μου πάρει τον καημό
μη μ' αφήσει μόνο μες στον κόσμο,
μη με ξεχωρίσει
απ΄την πέτρινη μητέρα
απ' τον πέτρινο πατέρα
που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,
-αχ, πώς σε κλαίνε, πώς σωπαίνουν-
είδες πέτρινες φωνές
μες στα μάτια γκρεμισμένες;
Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα
θέλω να σε κλαίω κ' εγώ
μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,
ίδια δάκρυα πέτρινα
που κυλάν πικρά
στο γκρεμό-γκρεμό
δίχως ν' ακουστούνε
δίχως να χτιστούνε
στην τραχειά κατηφοριά
στο βουνό γκρεμό.
Αχ, φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ό,τι τραγουδώ
μη και με χωρίσει από τον πόνο
κι απ' τον κόσμο. Τι να πω;
Συντροφιά μου θέλω
τους φτωχούς, τους ταπεινούς
κείνους που δεν ξέρουν
παρά μόνο να μοχτούν,
κείνους που δεν ανεβήκαν
πάνω από τη μοίρα
-πού ν' ανέβεις;
και ποια μοίρα;
Κείνους που παλεύουν
στήθος-στήθος με τη μοίρα,
που πατάν βαριά τη γη,
τόνα πόδι λύπη
τ' άλλο οργή.
Τ' άγριο μάτι σκύβουν
τ' άγριο μάτι υψώνουν
στ' άδικο, καρφί,
τόνα μάτι μίσος
τ' άλλο τους στοργή.
Κι η φαρδύστερνη σιωπή τους
που στριμώχνει στη γωνιά
τη Σκιά
που στριμώχνει κάθε χάρο
μες στη ζωή κ' έξω απ' τη ζωή,
βόγγος και σφυρί.
Και γω πιο κει
σε μια γωνιά
την πιο σκιερή,
να λέω μονάχα:
Φωτεινούλα.
Με σιωπή.
Και κείνοι να καταλαβαίνουν
κλάμα και σιωπή.
Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου,
το χέρι τους που δούλεψε
με το σφυρί
σφυρί,
μια δυνατή σφυριά στο θάνατο
μια δυνατή σφυριά στη μοίρα
και στη σιωπή.
Αχ, Φωτεινούλα,
όταν ένα παιδί πεθαίνει
καθένας χάνει ένα παιδί,
όταν πεθαίνει το παιδί μας
πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
-Τι μένει Φωτεινούλα;
-Το παιδί.
Αχ, Φωτεινούλα,
γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
ζωή.
Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου
βάλε το πόνο σου κι εσύ
πάνω στο δικό μου
ν' αλαφρώσουμε κ' οι δυο,
βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου