Δεν ξέρω αν το 'χεις προσέξει καμμιά φορά. Κάθεσαι κάπου με τον άνθρωπό σου. Κάθεσαι μαζί του μέσα σε μια καμαρούλα που δεν είναι κανείς άλλος απ’ τους δυο σας, έξω από μερικά καλά βιβλία, ένα δυο ζουγραφιές στους τοίχους, μια λάμπα που περιμένει τη νύχτα με χτυποκάρδι, ένα καλαμάρι (τι σπουδαίο πράμα ένα καλαμάρι) κι οι καρέκλες ένα γύρω γεμάτες υπομονή. Κάθεσαι μαζί του, δίπλα-δίπλα, σ’ ένα παράθυρο και δε μιλάτε και κάτου ο δρόμος γεμάτος άνθρωποι που κουνιούνται βιαστικά, σέρνουνται για σφεντονίζουνται με τα αφτοκίνητα. Τα τηλεγραφικά τέλια περνάνε και χαρακώνουν σαν πεντάγραμμα το γαλάζιο κατεβατό τ’ ουρανού. Για, κάθεστε μαζί πάνου σε μιαν αψηλή πέτρα στο κατάγιαλο. Κάθεστε ένα απόγευμα ώρες αντίκρυ στη μεγάλη θάλασσα που ανεσαίνει λαφριά και ξεκούραστα, που σαλεύει ολοζώντανη μέσα στην κάθε στάλα της. Τα φύκια αφήνουν τα πράσινα μαλλιά τους να τα χτενίζουν, να τα παίζουν με τα νερά μια εδώ-μια εκεί. Κανένας απ’ τους δυο σας δε μιλά. Καθένας είναι παραδομένος στους λογισμούς του. Μπορεί και να μη συλλογιέσαι συνειδητά τίποτα. Τότες είναι η πιο σπουδαία στιγμή, γιατί η ψυχή σου, λέφτερη σαν χελιδόνι, ξεφεύγει κι ανταμώνει την απέραντη ψυχή του κόσμου και χάνεται και χωνεύει μέσα της αδερφικά. Όμως τις πιο πολλές φορές η ψυχή σου μιλάει με τη σιωπή της, σαν μια μυστικιά φλέβα νερού, που κουρνελιάζει κάπου σταπόβαθα της γης χωρίς κανένας να την ακούει εχτός ο Θεός. Δε μιλάς το λοιπόν, μονάχα ανανογέσαι. Ωστόσο, για πρόσεξε πόσο απαραίτητος σου είναι ο άλλος, ο εκλεχτός, που κάθεται δίπλα σου αμίλητος, ή λέει κάπου κάπου καμμιά κουβέντα για τις τρεχούμενες υποθέσεις, μια κουβέντα που είναι η απολογία του για τη γλυκόφωνη σιωπή! Κάθεται σιωπηλός κι αυτός, ολότελα ανυποψίαστος ακροατής μπροστά στην άφωνη μοναχοκουβέντα σου. Και μόλις κάνει να σηκωθεί, να φύγει από κοντά σου, εσύ – πάει πια – σου είναι των αδυνάτων αδύνατο να μιλήσεις σιωπηλά μέσα στα βάθη του εαυτού σου.
Καμμιά φορά ύστερα από μια τέτοια συντροφικιά σιωπή σηκώνεσαι να φύγεις και χαμογελάς στο φίλο σου που δεν είπατε τόσην ώρα τίποτα. Όμως την ίδιαν ώρα νιώθετε την ψυχή σας πιο δυνατή, πιο λέφτερη και πιο μεστή. Γιατί ένα σωρό αλήθειες την άγγιξαν αλαφριά, σαν άσπρες πεταλούδες με τα φτερά τους.
Στράτης Μυριβήλης (30 Ιουνίου 1890 - 19 Ιουλίου 1969)
Η ζωή εν τάφω. εκδόσεις της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου