Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων
άμωμα χέρια μεταληπτικά
ρούχα που τ' άδραξεν η γαλήνη και δεν γνωρίζουν άνεμο
βαθιά το ελέησον απ' τους άυλους βράχους
τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι.
Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής
καημένε κόσμε
θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος,
κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σα βγαίνουν —ω χαρά πρώτη— με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες
κ' ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ' Άγια.
Ο παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ' άσπρο του φελόνι
καλός πατέρας και καλός παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα που 'χει η ομορφιά.
[πηγή: Νίκος Καρούζος, «Ο Υπνόσακκος», 1964, Τα Ποιήματα, τόμ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1995 (2η έκδ.), σ. 176]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου