Στεγνὰ χαράματα. Γαλάζιο.
Πέθανες πρὶν ἀπὸ λίγο. Μὲ τί κατάπληξη
Σὲ βλέπουμε φίλοι καὶ δικοί σου νεκρό.
Σοῦ εἴμαστε ξένοι, δὲ μᾶς αἰσθάνεσαι, δὲ μᾶς
συμπονᾶς.
Ἕνα σκιάχτρο σὲ μιὰν ἄκαμπτη στάση.
Τί ἀνώφελα ποὺ μοιάζεις ὁ ἴδιος ἄνθρωπος!
Δὲν ξέρεις τὸ χέρι ποὺ σοῦ ᾽κλεισε τὰ μάτια,
Τὰ τζιτζίκια στὸ παράθυρο ν᾽ ἀχολογούν―
Ἕνας δυνατὸς σφυγμὸς στὰ πεῦκα.
Δὲν ξέρεις τίς φωνὲς τῶν παιδιῶν στὴν αὐλή.
Ὅλα αὐτὰ γίναν μετὰ ἀπὸ σένα καὶ χωρὶς ἐσένα,
Καλέ μας· τὸ προχώρημα τοῦ κόσμου...
Μὰ κύττα! Το πένθος δὲν ὑπάρχει πιά, θά ᾽λεγες·
Κι ἂς πέθανες μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο.
Δίχως μαυράδι, ἀτμὸ οὐρανὸς καὶ γῆ.
Τὸ φῶς, τὸ φῶς ὁ μόνος ἅδης!
Ὤ οὐρανὸς καὶ γῆ ἕτοιμα ν᾽ ἀποσβυστοῦν... Μὰ πῶς!
Δὲν πέθανες πρὶν ἀπὸ λίγο; Κιόλας ἡ Ἀνάσταση!
Χά, χά, χά. Μὰ καταλάβετέ το πὼς τρελάθηκα!
Καταλάβετε πὼς πρέπει νὰ τρελαθεῖτε ἐπιτέλους κι ἐσεῖς.
Γιατί συγκρατιέστε;
Τί φίλοι του ἤσασταν; Ὅλοι μας πρέπει,
Πρέπει πιὰ νὰ τρελαθοῦμε ―τί ὠφελεῖ
Ν᾽ ἀκολουθοῦμε κάθε τόσο τὶς ἐκφορές!
Τί ὠφελοῦν οἱ στέφανοι, οἱ κηδεῖες
Ἐνόσῳ ὁ πόνος μας θὰ μένει σὰν τὸν ἄλαλο κόκορα
Χωρὶς τὴν παράφορη κραυγή
Ποὺ θὰ ἐκμηδένιζε ὅποιον ἄλλον ἦχο·
Χωρίς παράφορη κραυγὴ νὰ μένει ἡ ἐπίγνωση,
Ἡ τέλεια ἐπίγνωση πὼς δὲν ὑπάρχουμε...
Γαλάζιο, κίνηση τῆς συνοικίας· τὸ κομπρεσέρ
Θορυβεῖ ἀπερίσπαστο ὅπως πρίν.
Κι ὕστερα κι ἄλλα μηχανήματα καὶ στόματα.
Ἐσὺ πάντως πέθανες ―πρὶν ἀπὸ λίγο.
Μὰ τὸ πρωινὸ ―δὲ βλέπεις γύρω― ἀπόφυγε τὸ θάνατο
Καὶ πηγαίνει πρὸς τὸ μεσημέρι.
1975
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου