Αστράφτουν όλα τότε, σαν τις ελληνικές
ταινίες, τα παντρολογήματα του καλού μου
με το τίμιο κορίτσι, κι εγώ περιμένω απέξω,
πάντα φοβόμουν τα αίματα και τις μουσικές,
ιδίως όταν παίζουνε πολύ δυνατά, κι όλοι
ανοιγοκλείνουνε το στόμα τους χωρίς ν’
ακούγονται. Καταλαβαίνεις, τέτοιες ώρες
καλό είναι να μη μιλάει κανένας φωναχτά,
γιατί μπορεί και να ξυπνήσεις, και να βρεθείς
κατακαλόκαιρο στα σκαλάκια, με άσπρο
παντελόνι κάτω απ’ το άγαλμα.
Λέω απόψε να γίνω το κορίτσι λάστιχο που
γκρεμίζεται απ’ το βράχο, θα τους πω άλλα
των άλλων για να τους μπερδέψω, όμως εσύ
θα ξέρεις πως είναι γεια χαρά και γιατί το
’κανα, και στο κάτω κάτω, καθένας γυρεύει
τη βολή του, στα μαλακά ή στα βαθιά.
Το σόι, 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου