Μέσα κι έξω απ’ τις μεγαλουπόλεις με πείνα με τόλμη
με αγιότητα σούρανε τα μακρουλά τους ποδάρια
Τα σβησμένα απ’ το όπιο μάτια τους τ’ αλουμινένια
πιάτα τους τα κουρέλια τους στο χωματόδρομο
Τα παιδιά της γενιάς μου γίνανε αφίσες των τοίχων
Ξερατό και λουλούδια ενός πολιτισμού άθλιου
Ο δρόμος έχει την αγωνία του τους θλιβερούς μαντρότοιχους
με τ’ αγκωνάρια της παραφοράς
Και στη βάση κατ’ απ’ το δέντρο ο ελεύθερος
απλώνοντας ρίζες και κλωνάρια
Ο δραπέτης της ζούγκλας των πόλεων
Σχεδόν ριπίδι σχεδόν ακάθαρτη συμμετρία
Ώριμος για τη στιγμή της κρίσης
Η αγάπη τον κυριεύει, επουλώνει τη λέπρα της εσωτερικής γης
Άνθρωπε της εποχής μου παράδειγμα
Δόξα σ’ αυτόν που το σκάει
Ποδοπατώντας σάπιες αξίες βαραθρώνοντας τέλματα
Με τα παπούτσια στο κούτελο της καλοπέρασης
Έστω και με τη στολή του νικημένου
Μακαρίζω αυτούς που το στήθος τους ουρλιάζει
στη μυστηριακή ερημιά του κόσμου
σαν άστρο.
Αυτούς που ανοίγουν στο μέλλον δρόμο
κομμένα αγνά προιόντα της φύσης
Στην ανώνυμη ιστορία.
Το μπρίκι
Είναι το αιώνιο τσίγκινο μπρίκι
αυτό που μου έδωσε ο,τι καλύτερο είχε
αυτής της ζωής και μάλλον ολότελα ξαφνικά
χωρίς ούτε αρχή μήτε τέλος.
Να ψήνει καφέ και να ντιντινίζει στο ράφι.
Είναι το δηλητηριώδες τσίγκινο μπρίκι
οτιδήποτε άλλο εκτός από ξυριστική μηχανή.
Δείχνει με το δάχτυλο το τέλος του χειμώνα
σε θερμότητα κανονική σαν εκείνη του ήλιου.
Μουντζουρωμένο και μαλακό αλλά όχι για πέταμα.
Ποίηση, 1973
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου