Ήλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς.
Διψούσαμε ανάμεσα στις πέτρες και στα χρόνια,
διψούσαμε όσα διψάσαμε πριν απ' τη γνώση της δίψας
σε πέτρινα μονοπάτια μιαν έξοδο στον ουρανό
σε πέτρινα χείλη δυο φούχτες νερό
νερό.
Αγριοσυκιές δυναστεύοντας τ' αρχαία ερείπια,
τρούλλοι σιωπής με κόκκινα κεραμίδια,
αγκάθια ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια της πέτρας.
Ο μαρμάρινος δικέφαλος στο νάρθηκα
φθαρμένος απ' τα πέλματα χρόνων και χρόνων,
μόλις ανοίγοντας τα μάτια του στο τελευταίο βυζαντινό μισόφωτο.
Διψούσαμε. Κ' οι παραπόταμοι τον Ευρώτα άσπρα γυμνά χαλίκια
άσπρα γυμνά κόκκαλα, κ' οι πικροδάφνες σκονισμένες
κοιτάζοντας τον παντοκράτορα ήλιο, τον τύραννο, τον αδυσώπητο.
ΤΟ ΡΑΣΟ του Παχώμιου ξεθώριασε μες στο λιοπύρι,
το μαύρο γύρισε στο κόκκινο,
το κόκκινο στο κίτρινο,
κ' ύστερα πράσινο
κι αργότερα σταχτί - καθόλού χρώμα.
Το ράσο του Παχώμιου το κόψαμε λουρίδες,
βάλαμε πένθος στο μανίκι μας,
μπαλώσαμε τις σκηνές του Άη-Στράτη -
η καλόγρια τόκανε σφουγγαρόπανο,
πλένει το προαύλιο της Παντάνασσας
μιλώντας με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα
πού σαπουνίζει στη σκάφη το πουκάμισό της,
μ' αυτό το ίδιο πράσινο σαπούνι που πλένουμε τα χέρια μας
μιλώντας για τ' αρχαία κλέη και τις δυσκολίες του νοικοκυριού
για την ακρίβεια τον ψωμιού και της πατάτας
για την ακρίβεια γενικά της ζωής
και πιο πολύ για την ακρίβεια κάποιων ασήμαντων πραγμάτων.
Διψούσαμε πάντα στην Παντάνασσα, δουλεύοντας μες στο λιοπύρι
σκαλίζοντας τους Νόμους, Πλήθων Γεμιστέ, πάνου στην πέτρα
κι ο Μανουήλ Χρυσολωράς μόνος στα ξένα με τα ερωτήματά του, και το δικό σου λείψανο στα ξένα, ένδοξο λάφυρο στα χέρια του
Σιγισμούνδου Μαλατέστα
κ' εδώ η καρδιά σου η διψασμένη να χτυπάει κάτου απ' την πέτρα.
ΠΑΝΩ στο βράχο τα φαρδιά χνάρια απ' τα πέλματα των στρατιωτών.
Με τέτοιον ήλιο πώς τους οδήγησαν στο θάνατο;
Πώς δέχτηκαν το θάνατο με τόσον ήλιο;
Πώς έγινε να σκεπάσουν με στάχτη τα μαλλιά τους;
Τώρα κρατούσαμε το σκοινί της καμπάνας στο χέρι μας,
ακούγαμε να τρέμει το σκοινί στην παλάμη μας,
χωρίς να χτυπάμε την καμπάνα,
χωρίς να λευτερώνουμε την κραυγή,
μην αντηχήσει η φρυγμένη κοιλάδα του Ευρώτα,
μη και ξυπνήσουν οι νεκροί φρουροί στα καραούλια,
μη κι ανεβούν οι σκλάβοι βροντώντας τις αλυσσίδες τους
στις τρομερές πέτρες του καλοκαιριού.
ΠΡΟΣΩΠΑ αγίων μπαλωμένα με τσιμέντο,
στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας τα παιχνίδια των παιδιών και
των πουλιών,
τα σταμνιά κι ο θόρυβος της κρήνης -
γραφικές λεπτομέρειες γδαρμένες απ' τα νύχια του χρόνου,
επιμένοντας δίχως να καταφέρνουν να ευθυμήσει
αυτός ο Ωραίος Νέος με το άσπρο γαϊδουράκι,
τόσο συλλογισμένος απ' την ευθύνη του και την απόφασή του,
τόσο απελπισμένος μες στο φως του,
διψώντας πλάι στις κρήνες και στις γεμάτες στάμνες και στα
γεμάτα μάτια των μαθητών Του.
Δούλευαν μες στο μεσημέρι του Μυστρά - δε σήκωναν το μέτωπο,
δούλευαν για το Ανώλεθρο, Πλήθων, μη φτάνοντας,
έτρεχε ο ιδρώτας μη μιλώντας καθόλου για τη δίψα τους
μήπως και σωριαστούνε γλείφοντας την πέτρα.
Είταν ωραίο το πράσινο της τοιχογραφίας
και το κεραμιδί συμπληρώνοντας το πράσινο,
συμπληρώνοντας - Με τι θα συμπληρώσουμε
τούτο το κόκκινο που δεν επιδέχεται παρά μόνο το κόκκινο;
Κι αυτός ο ορμητικός άγγελος,
σταματημένος στη στάση της ορμής,
τι έρχεται ν' αναγγείλει,
ποιο πένθος του κρίνου,
ποιο θάνατο με τον κρίνο,
ποια νίκη, ποια ευτυχία του κρίνου;
Διψούσαμε κάτω απ' την Κοίμηση της Θεοτόκου
σταματημένοι στη στάση της ορμής.
ΕΔΩ το φλογερό πράσινο των δέντρων,
η βέβαιη βουή των νερών,
οι νέοι σπαρτιάτες με τα ποδήλατα,
ο νέος ιερέας με το κυανό αντερί διασχίζοντας την εσπέρα,
το λεωφορείο στη σκιά της Μητρόπολης.
Εκεί τ' ασκητικό βουνό με το σφιγμένο του σαγόνι
με το γδαρμένο στέρνο της υπεροψίας του
γυμνό, κατάγυμνο
τ' ασκητικό βουνό.
Κι εμείς, ανάμεσα.
Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες, - έλεγε -
περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα.
Οι νέοι σπαρτιάτες ξεπεζεύουν απ' τα ποδήλατα,
κόβουν κλαδιά, ντουφεκάνε, στέκουν και κατουράνε στον Ευρώτα.
Ο Απόλλωνας σωπαίνει
ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει.
Δεν ακούσαμε τι είπε.
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ κολλημένοι στον τοίχο,
οι εβδομήντα Μάρτυρες ανηφορίζοντας στην αγγαρεία της Μακρόνησος
μεγάλα δάκρυα βουλιαγμένα στις πέτρες και στα γένεια των αγίων.
Μια ροδιά επιμένει - ανάβει στο καταμεσήμερο τα κόκκινα
λουλούδια της
σαν τους βάλανους κοιμισμένων στρατιωτών. Αγριοσυκιές
τεντώνουν τα συστραμμένα χέρια τους έξω απ' τ' αρχαία παράθυρα - δεν παραδίδονται.
Κι αυτός ο στρατιώτης χώνει το κεφάλι του στη βρύση
φτιάχνοντας ένα κράνος από νερό, αυτός
δεν υπακούει, δεν παραδίδεται, δεν παραιτείται.
ΕΙΝΑΙ τέσσερα χέρια απλωμένα στο σκοτάδι,
τέσσερα χέρια - δεν επαιτούν,
τέσσερις δέσμες ακτίνων καίγοντας τα χέρια,
μπορεί κιόλας οι ακτίνες να εκπέμπονται απ' τα χέρια.
Σ' αυτό τον τόπο η ευπρέπεια χαμογελάει πάνω απ' τα κόκκαλα πάνω απ' τη δίψα αστράφτουν τ' αυστηρά σιγίλλια των άστρων.
Όμορφοι τάφοι σκαλισμένοι με δάχτυλα προσεχτικά
- τίποτα δεν προδίνει την κραυγή τους. Τα πιο όμορφα γυμνά
σμιλεύονται
στις σαρκοφάγους. Λέγαμε
για την πτωχεία των πατέρων μας
- φτωχοί αυτοί με την αξιοπρέπεια στη στάση και στο βάδισμα!
Στο πρόσωπό τους
οι σκιές απ' τις τρομαχτικές χειρονομίες ενός εφιάλτη.
Φτωχοί και μεις - ο μέγας πλούτος που δεν δίνεται.
Οι εχθροί καλύτερα μαντεύουν απ' τους φίλους
τι θησαυροί στοιβάζονται κάτου απ' τις πέτρες.
Είχαμε αργήσει ανάμεσα στα ερείπια.
Κ' είσουν εσύ, ο Περίβλεπτος, κλεισμένος (σε είδαμε)
μέσα στην κυκλική σου δόξα - αμίλητος,
κλεισμένος, ανεβαίνοντας κλεισμένος,
όπως κι ο ήλιος μες στον κύκλο της φωτιάς του,
καίγοντας τη μεταλλική του σάρκα,
καίγοντας και φωτίζοντας, φωτίζοντας και καίγοντας
ΜΥΣΤΡΑΣ, Ιούνιος 1954
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου