Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Γιώργης Μανουσάκης-Ποιήματα

 ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ

Στὸν προθάλαμο τοῦ ὕπνου
ὅταν διώξουν τὸ φῶς
τὰ πρόθυμα ματόφυλλα
λικνισμένα ἀπὸ τοὺς ἁπαλοὺς
κυματισμοὺς τοῦ σκοταδιοῦ
ἀρχίζουν ν’ ἀναδύονται
τὰ πνεύματα τοῦ βυθοῦ.
Ἦχοι γνώριμων φωνῶν
σπασμένοι σπόνδυλοι ἀπὸ φράσεις
ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ξεχάσομε
βλέμματα ἐπιτιμητικὰ
χαμόγελα γριφώδη.
Πλήθη βαθύβιων ἴσκιων
τρυπώνουν στὸν ὕπνο
ἀνοίγοντας μυστικὲς γαλαρίες
καὶ λεηλατοῦν τὴ λυσίπονη νάρκη μας.
Τὸ πρωὶ ξαναγυρίζουν στὶς κρύπτες τους
καραδοκώντας τὸ νέο σκοτάδι
ἐνῶ ἐμεῖς ἀναδυόμαστε στὸ φῶς
διάτρητοι ἀπὸ τὰ πνεύματα τοῦ βυθοῦ.
ΜΟΝΟ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Τὰ βλέμματά τους ἀδιάκοπα μὲ φθείρουν
πλανίζουν τὶς ἀκμές μου
τὶς γωνιὲς ποὺ συνθέτουν τὴ φυσιογνωμία μου.
Λίγο λίγο ἡ μορφή μου στρογγυλεύει
ὅσο νὰ μοιάσει μὲ τὴ δική τους
–ἕνα λεῖο ἀπρόσωπο πρόσωπο.
Τὰ λόγια κι οἱ χειρονομίες τους
σωρεύουν ὁλοένα προσχώσεις
στοὺς μυχοὺς τῆς ψυχῆς μου
θάβουνε κάτω ἀπὸ στρώματα τρυφηλῆς ἄμμου
τὰ ἄντρα ὅπου γεννιοῦνται
οἱ φωνὲς τῶν ἐγκάτων.
Μόνο ἡ μοναξιὰ μοῦ δίνει
τ’ ἀληθινὸ σχῆμα μου.
Αὐτὴ εἶναι τὸ σκληρὸ σίδερο
ποὺ πελεκᾶ ἀνελέητα
τὸ ἐσωτερικό μου τοπίο
εἶναι τὸ δραστικὸ ὀξὺ
ποὺ κατατρώγει ὅ,τι ἀλλότριο
ὅ,τι μαλακὸ καὶ ψεύτικο
ἀφήνοντας μόνο
τὸν αὐχμηρὸ σκελετὸ τῶν βράχων.
Ἐδῶ οὐρλιάζουν οἱ ἄνεμοι τῆς ἐρήμου.
Ἐδῶ μορφάζουν οἱ παιδικοὶ ἐφιάλτες
καὶ οἰμώζουν οἱ ἀείζωες ἔφηβες ὀδύνες.
Ἐδῶ ἡ δίψα κι ἡ στέρηση
σχεδιάζουν στὰ βάθη τῶν ὁριζόντων
ἀντικατοπτρισμοὺς ἀνύπαρχτων παραδείσων.
Ἐδῶ μαθαίνω ν’ ἀνασύρω
ἀπ’ τὴν καρδιὰ τῆς κρυσταλλωμένης σιωπῆς
τὰ πιὸ βαθιά μου τραγούδια.
ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ
Λαχτάρησα τοὺς ἀνέμους
μὲ τὰ μεγάλα φτερὰ τὰ αἱματοραντισμένα
ποὺ σ’ ἁρπάζουν στὴ δίνη τους
καὶ σ’ ἀνεβάζουν ψηλὰ
στὴ γειτονιὰ τοῦ πυροδότη ἥλιου.
Βαρέθηκα τὶς νωχελικὲς αὖρες
καὶ τοὺς ψίθυρους ἀνάμεσα στὰ φύλλα.
Χαρίζω τὰ ὀστᾶ μου στὸ γραῖγο καὶ στὸ σιρόκο
νὰ τὰ κάμουν φλογέρες
γιὰ τοὺς ἀντρίκειους σκοπούς των.
Ἴσως τραγουδήσουν ἐκεῖνα
ὅ,τι δὲν μποροῦνε τὰ χείλη μου
τὰ κολλημένα στὸ χῶμα νὰ ποῦνε.
ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Ἴσκιοι βαθιοὶ κι ὁ ἦχος
κρυφοῦ τρεχούμενου νεροῦ.
Ἐδῶ νὰ μποροῦσα νὰ μείνω
σ’ ἕνα αἰώνιο καλοκαίρι
ν’ ἁπλώσω ρίζες μέσ’ στ’ ἀφράτο χῶμα
νὰ γίνω δέντρο ὑδρόχαρο
νὰ γίνω μικρὸ πουλὶ
ποὺ θὰ λικνίζεται σ’ ἕνα
λεπτὸ κλαδάκι, μεθυσμένο
ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ τραγούδι του.
(1988)
Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ἐκείνη ἡ ἄλλη πολιτεία
κάθεται στὸ βυθὸ τῆς μνήμης
σὰν ἀρχαῖο ναυάγιο.
Κυματιστὰ σαλεύει
κομματιάζεται καὶ πάλι ἑνώνεται.
Πίσω ἀπ’ τὰ κάγκελα
εἶν’ ἀνθισμένοι οἱ κῆποι της
κι οἱ σκιὲς τοῦ σούρουπου κουρνιάζουν
στὶς ὑγρές της καμάρες.
Ἀργὲς κροτοῦν τῶν ἁμαξιῶν οἱ ρόδες
στὶς πλάκες κι ἥσυχα
ἀκούγονται οἱ ἀνθρώπινες κουβέντες.
Ἔζησα ἀλήθεια σὲ μιὰ τέτοια πολιτεία;
(1981)
ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Σὲ τούτη τὴν πόλη γεννήθηκα.
Φλέβες μου οἱ δρόμοι της
κι ἡ ἱστορία της ἀέρας ποὺ ἀναπνέω.
Κάθε γωνιά της κι ἕνα φάσμα μνήμης.
Πόλη σὲ μέτρα ἀνθρώπινα.
Ἐδῶ θὰ μείνω –τ’ ἀποφάσισα– ὁλοζωῆς
κάτω ἀπὸ τὰ φτερά της θὰ ὀνειρεύομαι.
Ὅμως ποιά Κίρκη τὴ μεταμορφώνει;
Τὰ σπίτια της ἕνα ἕνα τὴν ἐγκαταλείπουν
κι οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν πρόσωπα
σὰ νά ’ταν μάσκες.
Πίσω ἀπ’ τὸν πάγκο
δὲ χτυπᾶ σφυρὶ ὁ τσαγκάρης
στοῦ καφενείου τὸ βάθος δὲν ἠχεῖ λαγοῦτο.
Κοπάδια οἱ ξένοι μπαινοβγαίνουνε στὰ tourist shops.
Σιγὰ κι ἀθόρυβα γλιστρᾶ καὶ φεύγει ἡ πόλη.
Ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κατοικοῦσαν
στρέψαν ὁριστικὰ τὴν ὄψη πρὸς τὸ Μέγα Σκότος.
Στὴ θέση της ὀρθώθηκε μιὰ πόλη
σκληρὴ κι ἀγέλαστη, ὕπουλη καὶ φαντασμένη.
Σὲ ξένη πόλη σέρνω τώρα τὴ ζωή μου.

Γιώργης Μανουσάκης, Τα Ποιήματα 1967-2007, Τόμος Α': Οι δημοσιευμένες Συυλογές, Αθήνα: Κίχλη 2021.

Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/kichlipublishing/posts/2169394356536506

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου