«Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος Λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν’ άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να ‘χυσε την πύρινη ανάσα του πάνω στα στάχυα…
Οι Λαρισαίοι μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του Λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται, ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα σκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς. Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν’ ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτή πνοή σού καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια. Με το ηλιόγερμα ο Λίβας πέφτει, κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ’ την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ’ τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα. Οι Λαρισαίοι, που ίσα με τότε ιδρωκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φορούν το σακάκι τους πάνω απ’ το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα· μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν παράθυρα και πόρτες· γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές».
Συνταγματάρχης Λιάπκιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου