ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ τη βάφτισαν μα τη φωνάζουν Εύη —
Μια χωρισμένη που ’χε πριν κάποιο μυστήριο Τσέχο.
Δυο χρόνια που τη χαίρομαι· με πάθος και με δόλο
Θέλει δεν θέλει την κρατώ, πουτάνα μου την έχω.
Της χωρισμένης το φιλί, που λέει και το τραγούδι,
Εγώ το γεύτηκα, εγώ και θα τ’ ομολογήσω.
Κι όχι μονάχα το φιλί της χωρισμένης όλα
Θα ομολογήσω και θα πω τα μπρος και τ’ από πίσω..
ΣΑΝ ΜΙΑ ρεκλάμα είν’ όμορφη, με πρόσωπο π’ αλλάζει
Κατά το φως, το μακιγιάζ, κατά το εφφέ που θέλει·
Θαρρείς πως έχει συλλογή μελετημένων ρόλων
Που από το πρόσωπο περνούν στο σώμα και τα μέλη.
Και τη λατρεύω έτσι ψηλή με το γεμάτο στήθος
Με τους γοφούς τους στρογγυλούς πάνω σε μπούτια στέρια,
Με τη λεκάνη τη φαρδιά και τη φυρή τη μέση·
Μα όσο σε μέρη τη διαιρώ, τόσο τη θέλω ακέρια.
Έπειτα, πάνω στου έρωτα την πιο εναγώνια φάση
Τόσο είν’ ασπόνδυλη φορές η θηλυκότητά της,
Ώστε εξισώνω τους γλουτούς ας πούμε με τα στήθια
Ή τις εκτάσεις της κοιλιάς συγχύζω με της πλάτης. . .
.
ΑΡΧΕΣ ΟΤΑΝ βρισκόμασταν σε σπίτι ή παρέα
Που φλυαρούσε κι έπαιζε την έπαιρνα ιδιαιτέρως
Και της μιλούσα ερωτικά κι αυτή να κοκκινίζει
Να τρέμει μη μας δουν, να λέει πως «δεν είν’ αυτό μέρος».
Συγχρόνως κάθε μου φιλί κάθε επιμέρους χάδι,
Στη μέσα μου επαφή τ’ αστού και του λυμένου κτήνους
Ήταν για μένα μια ένοχη κι αβυσσαλέα πράξη
Μ’ απρόβλεπτες συνέπειες κι αδιόρατους κινδύνους.
.
ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ τα μπούτια της σαν είπα να μου δείξει
Η στύση κόντρα στο βρακί μου ’κανε τέτοια ζόρια,
Ώστε όταν τέλος τ’ άνοιξα κουμπί-κουμπί μ’ ελπίδα
Απ’ τη λαγνεία μού ’φυγε μεμιάς η στενοχώρια.
Όμως σαν θέλησα να της σηκώσω το φουστάνι
Στάθηκε τόσο ανένδοτη που μ’ έκανε να κλαίω·
Και μόλις μπόρεσα να ιδώ με δυνατή προσπάθεια
Από τα πόδια τ’ άσπρα της κάτι το φευγαλέο. . .
.
ΓΙΝΟΤΑΝ βέβαια πιο εύκολη βδομάδα τη βδομάδα·
Αλλ’ άργησε να μου δοθεί κι είναι φορές ακόμα
Που ξαφνικά εμποδίζεται κι η συστολή την κόβει,
Ώσπου να γίνει σταδιακά και πάλι γνήσια βρώμα. . .
.
ΣΥΝΗΘΩΣ με μια κίνηση μπροστά από τον καθρέφτη
Σηκώνω το φουστάνι της ψηλά μέχρι τη μέση·
Κι ενώ της ρίχνω από μπροστά στα μπούτια έχω τα μάτια
Στους δυο γλουτούς της που κρατώ και πλάθω όπως μ’ αρέσει.
Κάποιου παράδοξου χορού σαν να ’μαστε ζευγάρι
Κρατιόμαστ’ έτσι αγκαλιαστοί· μα η μουσική κι αν λείπει
Γι’ αυτόν που απ’ έξω στέκεται και βλέπει τις κινήσεις
Μέσα μας παίζει με ρυθμό χορού το καρδιοχτύπι.
Σαν έμβολο το πέος μου στη σμίξη των ποδιών της
Με χαμηλά αγκομαχητά το μπήγω, το ξεμπήγω·
Αλλά καθώς αισθάνομαι να πλησιάζει η ρεύση
Με σύνεση την απωθώ κοφτά στο παραλίγο.
Γδύνεται τότε μ’ ένα στυλ θαρρείς για να επιδείξει
Σ’ όλους κυλότα και σουτιέν, από καθάριο ατλάζι.
Με στύση και με χαύνωση μισόγυμνη τη βλέπω
Κι ο πόθος μου απαιτητικός με σπρώχνει και με βιάζει.
Το χέρι προχωρώ συρτά, προειδοποίηση σάμπως,
Πάνω στη σμίξη των μπουτιών· κάνω πως περιμένω·
Ξέρει πως δεν ξεφεύγει πια κι ανέχεται να λύσω
Με τ’ άλλο χέρι το σουτιέν το δυσκολοδεμένο.
Το πρώτο στο αναμεταξύ φιλήσυχο απομένει
Σαν κόσμημα αποκρουστικό στη μέση από βελούδα
Ή μετά μάταιο πιάσιμο χρημάτων και βιβλίων
Σαν να ’βρε τέλος λούλουδο κι έγινε πεταλούδα.
Τα δάχτυλα άνεργα κρατώ για λίγο κι επιπόλαια
Στην ίδια θέση κι ύστερα ποθώ να τα κινήσω·
Αν και ψευταντιστέκεται και μου ψευτοδιπλώνει
Ξέρει καλά πως είναι αργά για να γυρίσω πίσω.
Απ’ το σουτιέν υδράργυρος ξεχύνονται τα στήθη
Και τον ρουφώ, τον σπαταλώ με χέρια και με χείλια·
Ζει σε μεγάλο πυρετό, σε μια παράνοια ο νους μου
Κι όσο ποτέ μου ζωντανός αισθάνομαι απ’ τη ζήλεια.
Και τη δαγκώνω, τη χτυπώ, τη βρίζω δίχως λόγο
Καθώς τη βλέπω έτσι γυμνή με μόνο την κυλότα·
Το φως να σβήσω εκλιπαρεί, μ’ ασθμαίνω από κακία
Και την κυλότα τής τραβώ κι ανάβω κι άλλα φώτα.
Αυτόματα το χέρι μου με δάχτυλα που καίνε
Αλλού γίνεται υποδοχή κι αλλού γίνεται σφήνα·
Αν κι όπως κείται ανάσκελα, γεμάτη σαν λεκάνη,
Σαν επιφάνεια είναι νερού τα κάλλη της εκείνα.
Από σημείο απόμερο πίνω κρυφά σαν σκύλος
Μ’ αισθαντικούς πλαταγισμούς κι ύστερα επιταχύνω·
Πιο λαίμαργα, πιο λαίμαργα — μου πιάνεται ώς κι η γλώσσα·
Μα δεν μπορώ ν’ αποσπαστώ απ’ το σημείο εκείνο.
Στο μεταξύ το χέρι μου τα στήθη της μαλάζει·
Φτάνει μέχρι το πρόσωπο· το ψηλαφώ, το πιάνω·
Κι ενώ επιμένει η γλώσσα μου, στα χείλη της στα μάτια
Το χέρι μου ένα τρυφερό παίζει συγχρόνως πιάνο.
Χυμώ ψηλότερα μετά —μέσ’ στο βραχνά πώς βγαίνει
Στη γη πίσω απ’ τ’ ανθρώπινο ο καρχαρίας κυνήγι !
Και με τον αυτοματισμό του τίγρη του πελάγου
Το στόμα μου την κυνηγά, το σώμα μου τη σμίγει.
Καθηλωμένη την κρατώ μαλακωμένη τέλεια —
Πώς μαλακώνει απ’ του φιδιού το δάγκαμα το θύμα !
Μαλακωμένος τράχηλος, μαλακωμένοι αγκώνες
Καθώς δουλεύει μέσα της μονότονη μια λίμα !
— Κάποτε που θα ξεχαστεί στον κόσμο τί ’ναι η λίμα
Θα χάσει την αξία της πια και τούτη η εικόνα τότε
Μ’ όλο τον κόσμο μας μαζί· μ’ ακόμα γεια χαρά σας
Όλες που σαν την Εύη μου στον κόσμο μας την τρώτε ! . . .
Τι κωμική που ’ναι λοιπόν με σηκωμένα πόδια !
Πού το στητό της βάδισμα, το κοσμικό της ύφος !
Σφαγμένη η περηφάνεια της, το κύρος της ρεζίλι,
Οι χάρες της για κλώτσημα και τ’ αγγλικά της τζίφος !
Με τα δυο πόδια της ψηλά στους ώμους μου βαλμένα
Πώς φαίνεται αξιοθρήνητη, παραιτημένη πλέρια —
Σαν κάποιον που όσο μπόρεσε κράτησε μα στο τέλος
Με καταισχύνη σήκωσε ψηλά κι αυτός τα χέρια ! . . .
Μα νά που αργά το σώμα της αρχίζει να σαλεύει,
Να ζωντανεύει, ν’ αντιδρά, να σφίγγει νευρωμένο.
Σαν ψάρι απ’ έξω απ’ το νερό πηδά κάτω από μένα·
Στο πιο ψηλό το πήδημα κι εγώ το περιμένω.
Στο πιο ψηλό το πήδημα βγάζει κραυγή αγωνίας
Καθώς με πέος αντίδρομο ζητώ να την ξεκάμω·
Κι ύστερα πάλι αποχωρεί σαν ψάρι στον αέρα
Που στην επόμενη στιγμή ψοφά και πέφτει χάμω.
Απάνω της πέφτω κι εγώ σαν το δρομέα στο νήμα
Που απ’ την εξάντληση ξεχνά την ίδια του τη νίκη.
Τώρα σαν δυο πολεμιστές βαριά τραυματισμένοι
Μένουμε σωριασμένοι εκεί σε πρόσκαιρη συνθήκη. . .
Ωσότου νά ’τη απ’ την αρχή με το κορμί δραστήριο
Π’ αναγυρνά με νόημα στα τέσσερα και νά ’τη
Που περιμένει ακίνητη σαν γυμνασμένη σκύλα
Νά ’ρθω από πάνω της αισχρά, να της ριχτώ απ’ την πλάτη.
Μια τόση αλήθεια αδιαντροπιά, τόσο απροκάλυπτο αίσχος
Δεν είδα ούτε στα πλάσματα, δεν είδα ούτε στ’ αγρίμια·
Γιατί τουλάχιστον αυτά στα τέσσερα που πάνε
Με την ουρά σκεπάζουνε της τρύπας τους τη γύμνια.
Στη στάση αυτή που συνεχώς τη δείχνει κι άλλο πράμα
Καθώς μ’ αγκώνες καταγής τινάζει τους γλουτούς της
Και με κρυμμένο πρόσωπο καταμεσίς στα χέρια
Είναι ό,τι θες, ό,τι ποθείς: χίμαιρα, σφίγγα, πούστης.
Τί δεν θα δίναν να τη δουν οι θλιβεροί, οι καημένοι
Ανώτεροί της και λοιποί στη χαζοϋπηρεσία —
Στάση που απ’ το πρωτόκολλο διαφέρει του υπουργείου
Τόσο που μόνο ποιητική το πιάνει φαντασία !
Χαιρέκακα στο πείσμα τους λοιπόν την ανεβαίνω
Κι αισθάνομαι από κάτω μου τ’ ωραίο της πηγαινέλα
Και σκύβοντας στον τράχηλο την πιάνω από τα στήθη
Κι ακάθεκτος την οδηγώ στην ποίηση και στην τρέλλα. . .
Σε λίγο σαν δυο ναυαγοί μετά από το ναυάγιο
Δυο σκόρπια είμαστε σώματα, δυο ανθρώπινα σκουπίδια
Στην αμμουδιά του κρεβατιού, ξένα αναμεταξύ τους
Ώσπου ν’ αρχίσουν εξαρχής σύντομα πάλι τα ίδια. . .
Γιατί όσο κι αν τη χαίρομαι, όσο αν περνάει ο χρόνος,
Όσο αν την έχω κατοχή και κτήμα μου την Εύη,
Το σώμα μου απ’ το σώμα της —στήθη, μασχάλες, πόδια—
Όλο και πιο παράλογα και πιο πολλά γυρεύει.
Παρτούζα, 1991
(πρώτη δημοσίευση: περ. Σπείρα, τχ. 8, 1981)
Πηγή: https://pampalaionero.wordpress.com/2009/09/24/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CF%86%CF%89%CE%BA%CE%B1%CF%83-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7-%CE%B5%CF%8D%CE%B7/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου