Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Νίκος Καρούζος-Τρία ποιήματα

 Η ΒΑΘΕΙΑ ΑΚΟΗ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

 
                                         Στο Γιώργο Ξένο
Πίνουμε στο μουσικό χειμώνα
        της Σιβηρίας
με κωλαρούδες τραγουδίστριες·
τα μπούτια τους είναι κάτι άλλο.
Ίσως εδώ έπρεπε να’ χε γινει
        γάμος.
Είμαστε μακριά κι απομένει
       μονάχα η ποίηση.
 
24.09.1986
 
 
ΕΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ
 
Βαθύτερο απ᾿ την αγάπη και την ταραχή
που φέρνει μεσ᾿ στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο έν᾿ άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα…
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.
 
 Η Έλαφος των άστρων
karouzos nikos
 
 
ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
νοών
ο ων
 
1
Μοίρες χιλιάδες μέσ’ στο ουράνιο σκοτάδι
δάκρυα
το αίμα κόκκινο
που χύνει ο λύκος της μαύρης ηλικίας
ιδέες μαινάδες μέσ’ στου νου το βράδυ
η ανθρώπινη λαλιά
τα συστήματα των φιλοσόφων όπως ανατολές με περιβόλια
φορβάδες της ομορφιάς οι γλώσσες
η αναγκαιότητα της μητέρας
τα ποιήματα δρόμος
και τα επτά στη ζήση αμαρτήματα
ο δυόσμος
το βλέμμα που πάει στ’ αστέρια
ένας θεός μεγάλος
ενδοκρινής
κι ο διάβολος με σιγή και διάρκεια οπλισμένος
απ’ τη θάλασσαν έρχονται.
 
2
Πολύς ο τρόμος
η χαρά γεννήτρα των άστρων
ευτυχίες απ’ τα κύματα…
Πολύς έρωτας και χιλιόγλωσσα δάση
φυτικές φυλές ολοσκότεινες
από ηφαίστεια ζωής απ’ τους πυθμένες
ένας παράξενος υπερπληθυσμός
θέλει το πάν κραυγάζει το Πάν
και τα πρώτα μυθόζωα τους αγκαθωτούς
όγκους αναπτύσσοντας
έξω στον ήλιο τυχαίον απ’ αιώνες
οι άγνωστες χλόες μόλις
τ’αρχικά δέντρα
και τα ερπετά
με πόδια σαν αργά κλαδιά του τρόμου
θα υψώσουν έχοντας τ’ όνομα χρόνος
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.
 
3
Σφάζω δευτερόλεπτα σ’ ένα υπόγειο μπαρ
είναι σαν ειρωνεία στο ποτήρι ο αφρός της μπίρας
και πίνω καπνίζοντας
αισθάνομαι τα χείλη φανταστικά στο φανταστικό πρόσωπό μου
βλέπω μια κατσαρίδα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει
τρώει τις νύχτες τα χαρτάκια των λογαριασμών
ονειρεύομαι στον τάφο της χαράς υπερκειμένης
πρέπει να φτερουγίσει στα χέρια μας η ανατολή σαν κορασίδα
πέρ’ απ’ τα νέφελα που χαστουκίζει ο ουρανός
με γαλάζια κομμάτια τρομερού φωτός
να μην αντηχήσουμε τις δίκαιες ορμές οι διχαλόψυχοι
σαν αποφράδες μήτρες ω ζώα υπέρτερα
να χαιρετήσουμε τον κρεοφάγο ήλιο πετώντας.
Κουράζεται να υπάρχει στο στήθος η αιωνιότητα
κι ο κόσμος τραγουδά με τους κατακλυσμούς
μια ύαινα έχει τελειότητα
κερδισμένη σε χρονικά
διαστήματα κίτρινης εποποιίας μέσ’ στα κόκκινα.
Ω κραυγή της ψυχής απ’ τον κεραυνό κομμένη
σαν καρπός είσαι γρήγορος
που τον κοκκίνισε η μικρόκοσμη φλόγα.
Κ’ η κραυγή τον απόρρητο σπόρο δοξάζει.
Χαίρε ραββί
χώμα η φωνή μας
στην εικοστή εποχή του κενού.
Με βάγια στρώθηκε ο δρόμος για να περάσει το υδάτινο γαϊδούρι
που σ’ έφερε στη νύχτα των ηλεκτρονίων.
Ιδού λοιπόν ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα
κάθε πόλις ολημέρα δαγκώνει
με τα δόντια των μηχανών
είναι μάζες ποσότητες η φορά κ’ η ενέργεια
και το νερό που γίνεται κρασί στο γάμο της Κανά
ελαττώσεις αυξήσεις αριθμοί με ησυχία των ίσκιων
έχουν τα όνειρα ξεκλειδώσει με γοερά κλειδιά
περάσματα φρικτής ελευθερίας ο νέος υπερπληθυσμός.
Και τα πρώτα θηρία βρυχιούνται στα πλάτη
σφυρίζουν επίγειες εγκαταστάσεις
οι στιλπνοί λαβύρινθοι των συσκευών
οργάνων και μηχανημάτων
ευτυχίες απ’ τα ραδιοκύματα…
Ο Πυρηνικός Δαίδαλος ηχεί την πλούσια γλώσσα
ο Πυρηνικός Ίκαρος αγκαλιάζει την ακάλεστη πράξη
μ’ αποστάσεις από νεκρά εκατομμύρια
κ’ η χαρά μυήτρια των ανθρώπων
όπου
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.
 
4
Μοίρες χιλιάδες μεστό κι αξόδευτο σκοτάδι
ένας κρωγμός μετάλλων η νέα μουσική
σα δέντρο η αιθέρια ελπίδα θροΐζει
και το κλάμα των ανθρώπων έχει φως
απ’ την ανοιχτή τούτη Άνοιξη των βροχών
εκεί ψηλά φέρνει αναστάσεις η Πυρηνική Μητέρα
σε χειμώνα τραγουδήσαμε σε χειμώνα
ο Ιησούς έχει ανάγκη από σκάφανδρα κοσμοναυτών
οι μέρες της επιστημονικής χαράς τον προσφωνούν
 
ΧΑΙΡΕ
Ο
ΑΝΑΒΑΤΗΣ
 
ο Ιησούς ανεβαίνει στον ύμνο λησμονώντας το τέρας της βίας
αίμα πολύ στις δεξαμενές του φόνου
και θ’ απομείνει στο πανάρχαιο χώμα της Γης
η λήθη.
Να πληθύνουμε τ’ άνθη ώς τα δυσθεώρητα κρεμαστά
φαράγγια σαν τα λούζει ο Μόνος αλλόφρονα με δέσμες ήλιων
εμείς της δουλείας ανωφερείς
εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία
των αιμάτων αιχμάλωτοι
και των οράσεων ιδρυτές
οι ναυπηγοί του θείου τράγου.
 
5
Μέσ’ στα δάση της ελπίδας φυσά ο παράφορος άνεμος
ώς το ανέλπιστον ωμέγα της ταραχής
μέσ’ στα δάση του νου κυλιέται το άλογο της υπερηφάνειας
αγγίζουμε τ’ αστέρια.
Κι όμως
ποτέ δε θ’ αντικρίσουμε τον Πατέρα.
Είν’ αυτός που βγήκε απ’ τα κλήματα
με τη συμφορά στο μέτωπο και σφαγμένη αγάπη.
 
6
Ψηλά στην καθάρια νύχτα τραγουδά το άσπρο ποτάμι
ψηλά στη νύχτα είν’ ο δρόμος της Παναγίας και πάει στα όνειρα
είναι ο Γαλαξίας η λιπαρά οδός των ελλήνων
και πάει στη θάλασσα της Κρίσεως
και πάνε τόσες ψυχές
κουβαλώντας η κάθε μια τις δικές της πράξεις
άσπρο ελεγείο που καθρεφτίζεται στην ήσυχη ροή του Ιορδάνη
και μ’ ένα όνειρο σαν από αετό
ψηλά το γήινο ποτάμι έχει την κοίτη.
 
7
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
πάρε, πάρε μακριά το φθινόπωρο.
Σκοτάδι που βγάζει ο αιματωμένος Ιησούς…
 
8
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.
 
9
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
στη δειλινή αιθρία ωραίων κι ωραίων ημερών απ’ το φθινόπωρο
της ψυχής είν’ ο ήλιος πρασινόχαρτο στάχυ
βγαίνει απ’ τα σκελετώματα στη σκάλα
που οι γύροι της αρδεύουν έρημοι το στερέωμα.
Τη ζωή τη στολίζει ο χρόνος
οι πράξεις αδειασμένες είναι στο κύλισμά του
κι ολομόναχο βλέπω το παιδί
που λάμπει πέρ’ από κάθε Γαλαξία.
 
10
Τα μυστήρια πο ’χει το θέρος ουράνιο
μέσ’ στην ψυχή πώς καίνε φέρνοντας άλλη σελήνη
κι άλλα χέρια στο κορμί μου για να υψώσω ελπίδα
με τη νωθρότητα των αγγέλων ερωτευμένος
Ιούλιε Ιούλιε
μέσ’ στη ζωή πώς βρέθηκα για ν’ ανταμώσω πάλι τις επιθυμίες
ο ενιαίος Αδάμ όταν τεμαχίζεται σε τέτοια οικουμένη
σε τέτοιον αριθμό αδιάκοπα
μέσ’ στην ορμή πώς είδα το πέσιμο φλεγόμενος
κι αδύναμος ν’ απαρνηθώ
τις πήλινες φωνές με τα λουλούδια κι αδύναμος
νά ’μπω στη χαρούμενη σπηλιά μαύρα μεσάνυχτα πενθικός
ρίχνοντας το σταφύλι που κρατώ στα δάχτυλά μου
για ν’ αντικρίσω μόνος τη λεμονιά τη νύφη
σ’ όλη την ασπάραχτη Άνοιξη, σ’ όλη την Άρτεμη που σύρει ψηλά
θηράματα τις εποχές κρατώντας στα κρινόχερα βροχές
και πάει στους χρυσωτούς αρχαγγέλους.
Δεν έχω μάτια είμαι ο διαιώνιος τυφλός
κι ακούω της απιστίας το λελέκι με τραγούδια στο κεφάλι του
τη μαθηματική λαλιά του κόκορα πρωί στην Παλαιστίνη
με την Τριάδα δεμένη και γύρω της οι ρωμαϊκές φλόγες
η νύχτα με διεκδικεί ολοένα
κούφια η νύχτα δε φεύγει κούφια η ματιά
ενώ στο δρόμο είν’ ο ήλιος, έρχεται, κι άμυνα δεν υπάρχει
στα σωθικά ραγδαίος Αδάμ ο τ’ όνομα πο ’χει Αντικριζόμενος
ο λέγοντας Όχι και γίνεται Ναι κι ο Ανάποδος
όπως κραυγάζουν ευτυχισμένοι στρατιώτες μέσ’ στο σίδερο
στήθη κεφάλια κι όνειρα μέσ’ στο σίδερο: «Τη νύχτα τούτη,
μα την αλήθεια, είχαμε καλό κυνήγι».
Να ο λόγος που φώναξα στη μαύρη συννεφιά.
σαν Ιουδαία είναι ο ουρανός απόψε.
 
11
Αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μοίρα
τα λίγα πουλιά στις πλατείες των χειροκροτημάτων
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μνήμη
μέσ’ στα φθινόπωρα που νοσταλγήσαμε την ευτυχία
εκείνα τα φθινόπωρα που έμπαιναν από μελαγχολικό αέρα
στην κρυερή δρόσο του Σεπτεμβρίου…
Δεν έχω τι να κάνω κι είμαι νέος
γεια σας δέντρα π’ ορφανεύετε δίχως φύλλα και θρο
ας κοιμηθούμε νωρίς
δεν ωφελεί ούτε ένας κινηματογράφος
αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος.
 
12
ως εκ φωτός υμνώ και δοξάζω
την κακία στα τάρταρα τη ρίχνω
και τ’ αστέρια μονάχος τα δείχνω
πριν ο κόκορας της προδοσίας λαλήσει
πριν η ψυχή στη σκάλα με τον άγγελον ορθοποδήσει
και τον τράγο για την ώρα διχάζω.
 
13
Στην καταιγίδα φωνάζουν οι κεραυνοί τόσον άλαλοι
μ’ ένα ηλεκτρικό κλαδί ο καθένας στη διάπλατη λάμψη
στις πτυχώσεις τεσσάρων ανέμων διαιρουμένων
στο μεγάλο ριπίδιο.
Φως εκ φωτός τα ρούχα των αγγέλων
άσπιλος παραλογισμός ο ουρανός
ένα κονσέρτο του Vivaldi με παρηγορεί
μα η ομορφιά τη νύχτα χαμηλώνει τα σημάδια της
πολλές φορές είμαι σκοτεινός απ’ το φως της
τ’ αστέρια είναι πάντα κλειδωμένα λοιπόν.
 
14
Ω ανθρώπινη φύση κι αγάπη
που μυροβόλησε απ’ τον αφάγωτο Σπαραγμένο
για λίγη ζέστη στα κόκαλα ο θνητός αναγαλλιάζει
λαλεί το στήθος η ελπίδα το φουσκώνει στα πελάγη
με κρουνοφόρους υετούς ώς τη μεγάλη περιπέτεια.
Σα γάμος είν’ ο θάνατος και σαν την πεταλούδα
γυρίζω τις πράξεις απ’ τον ήλιο γοερά
και πλουτίζω το κίτρινο
ξηλώνω τις πράξεις απ’ τις ώρες
και τις βαφτίζω σ’ όλα τα δευτερόλεπτα
που τα ’χει δικά της η άγρια πίστη.
Γιατί έχτισα το ναό μου σε τρεις γοητείες
έρωτας πόνος αθανασία.
 
15
Δροσερό κι άσπρο μέλλον
εδώ στην Ελλάδα χαιρόμαστε τις εποχές με τον γαλάζιο Δία
βλέπω, βλέπω, ποια τύχη να βλέπω
γυναίκες με τα μάτια δροσίζουν το χορτάρι
όλο κανέλα και μοσχοκάρφια πώς ευωδιάζουν οι όμορφες
νύφες αραιές είναι τα ρόδινα νέφη των Νοεμβρίων
εξαϋλώσεις ποταμών πεδιάδων εμβρύων
ο βοτανισμός του ορίζοντα και τα ονειρόδεντρα
που ’χει πλύνει για πάντα ο θαλάσσιος όμβρος
κ’ η Μαριάμ η γοργόνα σταματώντας αργυρά πλοία
με προφυρογέννητους κι ο λαμπρός φούρναρης ο θεός
απλώνοντας τη χερούκλα για να βλασταίνει το γέλιο.
Ένας χλωρός αέρας σπρώχνει το θάνατο στην ποντικότρυπα
ένας αέρας διώχνει με σφυριγμούς τη δυστυχία
στο μεγάλο τετράγωνο της πείνας
απ’ την Ευρώπη κι απ’ την Αφρική
κι απ’ την Ασία κι απ’ την Αμερική αέρας αέρας
είναι ο ανθοφόρος Βάκχος με το κοντάρι τ’ Άι Γιώργη
και τεντωμένες οι σημαίες απ’ το μεγαλείο που φυσά
στους καιρούς με χειμώνα της Εξουσίας.
Ανεβαίνει πτηνό σαν πίδακας κρατώντας του Χριστού βραχιόνι
χλοερό μέλλον ο κόσμος ακράτητος
ο κόσμος ηλιακός
απ’ το φεγγάρι φτερούγισαν οι ασημένιες χιλιετηρίδες
απ’ το σκοτάδι γκρεμίζεται η χαμηλή οδύνη
στα φλογοβάραθρα της λησμονιάς μέσ’ στο σκοτάδι πάντα.
Ο χρόνος φουντώνει τα Έθνη τις Επιστήμες τις λεύκες
Τέχνη και Δικαιοσύνη μεγάλες κερήθρες της ψυχής
Ιδανικά Μητέρες Οράσεις Ύμνοι
κι ο ήλιος όχι πια ένας σκύλος
μονάχα φως ατάραχο
που ωριμάζει με περιστροφές το θείο φρούτο.
Και τη νύχτα να. ο Γαλαξίας

όλο ρέει στην άγρια φυλλωσιά των ουρανών
ο κόσμος αλλάζει και χορεύουν οι δρόμοι.
 
Ο Υπνόσακκος
 
 
Πηγή:
«ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ) , (1979-1991), ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΝΙΚΟΣ, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου