Γιώργος & Νίκος Στρατακης - Ο βασιλιάς
Μια κόρη αθούς αμάδευγε και ρόδα εκορφολόα
και της καρδιάς της τα κρυφά στον κόρφο της τα λέγει.
Κι ο βασιλιάς επέρασεν, ως το κυνήγι πάει,
Ζευγάρι ρόδα της ζητά και τέσσερα του δίνει
Κι εκείνος εντροπιάστηκεν, δίνει της δαχτυλίδι.
Η μάνα της εβίγλιζεν από το παραθύρι.
- Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή γεβεντισμένη
μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι,
οπού ’χεις δώδεκα αδερφούς και δεκαφτά ξαδέρφια
κι έχεις αρραβωνιαστικό και λείπει σε ταξίδι;
Έννοια σου, νάρτουν, να το πω, να δεις τι ά σε κάνουν.
Έρχονται δώδεκα αδερφοί και δεκαφτά ξαδέρφια.
Ότι και μισοφάασι, κινά και τους το λέει.
Δέρνουν κι οι δώδεκ’ αδερφοί και δεκαφτά ξαδέρφια
κι η μάνα της κι αφέντης της με τα σιδεροσταύλια.
Κατά το ηλιοβασίλεμα η κόρη εψυχομάχα
κι η μάνα της την ερωτά κι ο αφέντης της τής λέει:
- εσύ κόρη ψυχομαχείς, τι ρούχα να σε βάλω;
Θέλεις ταμπά, θέλεις τα θα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα χρυσοπράσινα που σ’ έφερεν ο Γιάννης;
Μήτε ταμπά, μήτε τα θα, μήτε τα βελουδένια
μήτε τα χρυσοπράσινα που μ’ έφερεν ο Γιάννης.
Μον’ θέλω να με θάψετε μ’ αυτά τα ματωμένα,
για να το μάθει ο βασιλιάς, να το γροικήσει η χώρα,
πως μ’ αδικοσκοτώσατε για ένα ζευγάρι ρόδα.
Παντελής Μπουκάλας, Μηλιά μου αμίλητη, εκδόσεις Άγρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου