Σε μια κολόνα της ΔΕΗ
είδα το αγγελτήριο του θανάτου σου.
Δεν υπήρχαν συγγενείς που πενθούν· δεν είχες ποτέ.
Μήτε αδέλφια ή παιδιά, αυτό το ήξερα.
Κάποιος γείτονας θ’ αναλάβει τα έξοδα, είχες πει
έχω φροντίσει για όλα.
Σε θυμάμαι να περπατάς κάτω από τα δέντρα
έξω από την εταιρεία υδάτων
Κάποτε έσκυψες σ’ ένα αδέσποτο σκυλί
-τι υφαίνει η μοίρα μας ποιος ξέρει;
Βιαστικά ανέβηκες στο τραμ για τη θάλασσα
Που κολύμπησες βαθιά· γνήσιο παιδί του βυθού.
Αύγουστος, φυσάει, και ο αέρας γεμίζει σκόνη
το δρόμο που πενθεί στην ερημιά του θέρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου