Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα
καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε
τη σημερινή της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντως
άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι την
σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από
κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο με
πολύ κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη
σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.
Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για τη
μαμά μια μερίδα αρνάκι.
-Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι
πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.
Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου