“Κάποτε θα καταστρέψω όλ’ αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω
στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς
ντροπή-και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο
δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος”
“Πίναμε όλη νύχτα, “ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική;”, τον
ρώτησα, “δεν είναι μουσική”, μου λέει. “Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου.”
“Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι
που σε λίγο κάτω απ’ τ’ όνομά μας δεν θα ‘ναι κανείς (και μόνον
η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)
Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά”
“Αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή
μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς
κινδύνους) έτσι και πίσω απ’ τις πιο ακόλαστες πράξεις μας
κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει”
“Α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά
μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν
πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν”
“Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που
συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου”
“Τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ’ άλλα φαντάσματα-κι
άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, “γιατί
κατέβηκα εδώ;”, είπα σιγανά. Αλλά δεν ήταν κανείς ν’ απαντήσει”
“Όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των
δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις”
“Τις νύχτες έπαιρνα τις βαλίτσες μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί
ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;”
“Τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και
βρουν το δρόμο οι χαμένοι ταξιδιώτες”
“Ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως
αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη
απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό”
“Είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω
ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν”
“Μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει έν’ άστρο που έπεφτε-και
γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια
προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς”
“Κάθε μέρα κινδυνεύουμε από προδοσίες ή συνήθειες κι οι φλόγες
των κεριών γέρνουν πάντα προς το ακατόρθωτο”
“Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε
κάποτε μες στ’ όνειρο”
“Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει
οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία
μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια
κι εγώ δεν έχω αλλο όπλο απ’ το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες
και να τις πιστεύω”
“Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια
εκδοχές για ένα μοναδικό κόσμο”
Περιμένοντας το βράδυ
«Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου