Η μοιραία μέρα του μηνός Αυγούστου, πίσσα κατράμι μέσα στον ολόφωτο αιθέρα, σηκώθηκε όπως πάντα από την ανατολή. Επρόκειτο για ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο ξημέρωμα, ακριβώς δέκα μέρες μετά τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Μίνως Καλοκαιρινός είχε υποσχεθεί στον φίλο του Ζαν Δεμάργν, εταίρο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Σχολής, να επισκεφθούν εκείνο το πρωί τις ανασκαφές του στην Κνωσό και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου, επίσκεψη σχεδόν εθιμοτυπική για κάθε ξένον αρχαιολόγο που περνούσε από την Κρήτη. Ο Γάλλος, που την επομένη θα αναχωρούσε για τον Πειραιά κι από εκεί για τη Μασσαλία, είχε καθυστερήσει με τις επισκέψεις του σε ερειπιώνες και με το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας σε κάποιο κεφαλοχώρι, έπρεπε όμως οπωσδήποτε να δει τη μοναδική μινωική ανασκαφή, που μάζευε γύρω της μελίσσι τους θερμούς μνηστήρες ποιος θα τη συνέχιζε, καθώς και το σπήλαιο του Λαβυρίνθου. Από τη μεριά του ο Μίνως Καλοκαιρινός ήθελε να φωτογραφίσει επιτέλους την ανασκαφή του. Εδώ και μίαν εβδομάδα είχε στα χέρια του την καινούργια μηχανή, για επτά μέρες είχε ασκηθεί σε φωτογράφο της πόλης, αλλά θα του έδειχνε και ο Γάλλος αρχαιολόγος, ο διεθνώς γνωστός για τη φωτογράφιση ερειπιώνων με τη σύγχρονη τεχνολογία της γυάλινης πλάκας. Ανησυχούσε μόνο για τη συγκεκριμένη τούτη μέρα, καθώς προς το μεσημέρι επρόκειτο να γίνει η παράδοση του τελωνείου από τα τούρκικα χέρια στα χριστιανικά, υπό την εγγύηση πάντα του ειρηνευτικού αγγλικού στρατού. Και μολονότι η αντίστοιχη παράδοση είχε ήδη γίνει ειρηνικά, στα μεν Χανιά υπό την προστασία των Ιταλών, στο δε Ρέθυμνο υπό την προστασία των Ρώσων, ο νους του πήγαινε στις περσινές αιματοχυσίες. Έβλεπε και τους Τουρκοκρητικούς βασιβουζούκους που τριγύριζαν μέσα στην πόλη ρέμπελοι και οπλισμένοι. Ο ίδιος μάλιστα, ως υποπρόξενος της Ισπανίας στην Κρήτη, είχε λάβει την πληροφορία ότι χωρίς φανερό λόγο μετακινήθηκαν τουρκικά τάγματα από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο. Ως και οι Τουρκοκρητικοί κάτοικοι του Ηρακλείου, οι ζυμωμένοι χρόνια με τους χριστιανούς της, άφηναν να φανεί ο εύλογος φόβος τους για την εικοστή πέμπτη Αυγούστου, ημέρα που κληρώθηκε Σαββάτο. Ευτυχώς η σύζυγός του Σκεύω Κριεζή έλειπε σε συγγενείς της στην Αθήνα με τα τρία τους παιδιά, τον Λέοντα, τον Οδυσσέα και τη Μαρία. Στην πόλη είχε μείνει μόνον ο πρωτότοκος γιος του Αντρέας, που εργαζόταν στο Ελληνικό Προξενείο του Ηρακλείου.
Η μισθωμένη άμαξα τούς έφερε πρώτα στον λόφο της Κεφάλας, στο ανάκτορο του βασιλέως Μίνωος, μήκους εξήντα περίπου μέτρων και πλάτους τριάντα, όπως το υπολόγιζε ο Μίνως Καλοκαιρινός, από το οποίο είχε ανασκάψει τη δυτική και νότια είσοδο. Έδειξε στον Ζαν Δεμάργν τους ψηλούς τοίχους του παλατιού, χτισμένους με γυψόλιθους, λαξεμένους με τέτοια μαστοριά, που έδιναν την εντύπωση μαρμάρου. Του έδειξε το πολύπλοκο σύμπλεγμα διαδρόμων και δωματίων που είχε ανασκάψει. Έστησαν το τρίποδο στο κατάλληλο σημείο, αποτύπωσαν πάνω σε πολλές γυάλινες πλάκες την ανασκαφή, ο Κρης αρχαιολόγος σκέφτηκε ότι έπρεπε να βιαστεί να φωτογραφίσει και τα μινωικά ευρήματα που ακόμη βρίσκονταν στα υπόγεια του μεγάρου του, όπως του το συνέστησε και ο Γάλλος χθες το απόγευμα που τα επισκέφθηκε. Είπε στον Δεμάργν ότι επανειλημμένως είχε κάνει ενέργειες προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μεριμνήσει για τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στο κεντρικό μουσείο της Αθήνας, αλλά λόγω των εμποδίων που έθετε η Διοίκηση στη νήσο, λόγω των αδιάκοπων επίσης ταραχών, η συλλογή παρέμενε στην Κρήτη. Τουλάχιστον στα υπόγεια του μεγάρου ήταν ασφαλής, αφού βρισκόταν μέσα στο ίδιο κτήριο με το Αγγλικό Προξενείο. Ο Γάλλος αρχαιολόγος συμφώνησε και τον ρώτησε τι γύρευε όλος αυτός ο κόσμος που είχε δει χθες γύρω από το μέγαρο.
Καθώς η άμαξα τούς πήγαινε από την Κνωσό προς τη σπηλιά του Λαβυρίνθου, ο Μίνως Καλοκαιρινός εξήγησε στον Γάλλο αρχαιολόγο ότι τις κρίσιμες ώρες, όταν φοβότανε ο κόσμος ταραχές, μαζευόντουσαν για προστασία στην περιοχή κοντά στο Προξενείο τρεις και τέσσερις γενιές από την ίδια οικογένεια. Άνθρωποι λαϊκοί, εργατικοί κι αγρότες, που έμεναν καιρό στα γύρω από το μέγαρο εργοστάσια των Καλοκαιρινών και στα εκεί βενετσιάνικα ερείπια. Έφερναν τις ξομπλιαστές τους μπατανίες και τις άπλωναν σε υπήνεμη γωνιά, έφερναν την κατσίκα για το γάλα, την κότα για το αβγό, το γαϊδουράκι για τις αποστάσεις, έφερναν και τα τιμαλφή τους, τα λιγοστά που είχαν, για να τεθούν κι αυτά υπό την προστασία της βρετανικής σημαίας. Ακόμη και από τα κοντινά μοναστήρια κουβαλούσαν στο Προξενείο τα πολύτιμα ιερά τους σκεύη οι καλόγεροι και τα παρέδιδαν στα χέρια του Λυσίμαχου, όπως τους είχαν ορμηνέψει, δίνοντας και τον κατάλογο κάθε μονής για το ποια ιερά σκεύη εμπιστευόταν στη γηραιά Αλβιόνα. Όσοι μένανε γύρω από το μέγαρο μαγείρευαν το καθημερινό τους στήνοντας το τσουκάλι πάνω σε δυο πέτρες και πλένανε στη θάλασσα. Το καλό ντόπιο κρασί δεν έλειπε. Αριά και πού ακουγότανε μια λύρα, μια αντρική φωνή να τραγουδά ριζίτικο παλιό, της λευτεριάς και της ευγένειας τραγούδι, ή να στέλνει μαντινάδα και να της αποκρίνεται το νάζι μιας ψιλής γυναικείας φωνής.
Η άμαξα σταμάτησε στην είσοδο ενός λαξευτού σπηλαίου, που η έξοδός του λέγανε ότι βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακριά, στην περιοχή της Φοινικιάς. Οι δυο αρχαιολόγοι μπήκαν στη σπηλιά προσέχοντας να μη λερώσουν τα ανοιχτόχρωμα κοστούμια τους. Ο Μίνως Καλοκαιρινός υποστήριζε ότι τούτη η λαξευτή σπηλιά ήταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος, βάσει των περιγραφών που είχαν αφήσει οι αρχαίοι γεωγράφοι και οι ανά τους αιώνες περιηγητές για το σαν του σαλιγκαριού σχήμα του λόφου που σκέπαζε τον προϊστορικό Λαβύρινθο, για την πηγή με το νερό της λήθης έξω από την είσοδό του, για τη γεωγραφική σχέση του γήλοφου με το κοντινό ψηλό βουνό του Δία, ή Γιούχτα όπως λεγόταν πια. Ο ίδιος είχε μπει μέσα στο λαξεμένο σπήλαιο μαζί με τον επιστάτη της ανασκαφής του, τον δάσκαλο Παπαουλάκη, αλλά δεν προχωρήσανε βαθιά, γιατί είχαν καταπέσει ογκόλιθοι λόγω ενός μεγάλου σεισμού πριν από σαράντα χρόνια. Χωρικοί της περιοχής ωστόσο του είχαν τότε πει ότι, έξι μόλις χρόνια πριν από τον μεγάλο αυτό σεισμό, ένα βόδι είχε μπει στο σπήλαιο από την είσοδο και βγήκε έναν χρόνο αργότερα από την έξοδο της σπηλιάς, στη Φοινικιά. Όσο κι αν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να έχει συμβεί, σχολίασε ο Μίνως Καλοκαιρινός, διότι τι θα έτρωγε το βόδι τριγυρνώντας τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες μέσα στους θεοσκότεινους διαδρόμους, απηχούσε ίσως τον μύθο του Μινώταυρου, ανθρώπου και ταύρου, που είχε ζήσει μέσα σε τούτο το σπήλαιο κατασπαράσσοντας τις παρθένες και τα παλληκάρια που αναγκαζόταν να του στέλνει κάθε χρόνο η Αθήνα. Σημάδια από χτυπήματα του εργαλείου, συγκεκριμένα του διπλού πελέκεως που το σχήμα του είχε χαραχτεί και στα αγκωνάρια του παλατιού, ήταν ακόμη ορατά στα τοιχώματα του σπηλαίου, ενισχύοντας έτσι την άποψή του ότι εδώ βρισκόταν ο Κνωσιακός Λαβύρινθος.
Πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ο αιώνας των λαβυρίνθων, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 65-69.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου