Άργά, στο σπίτι σα γυρνώ
τη νύχτα, απ' την πλατεία περνώ
που κρέμετ' έρημο φανάρι·
νοτιά το δέρνει βραδινή
και το τινάζει απ' το σχοινί,
σφοδρά, για να το συνεπάρει.
Ταιριάζει ο αγέρας ο κουφός
κι αυτό το τρομαγμένο φως
πάνω στους τοίχους που σπαράζει,
κι η σύναξη άσωτα παιδιά
που απόμειναν, μες στη βραδιά,
δίχως ψυχή να τα φωνάζει.
Γύρω, στα σύρματα οι αϊτοί
και τζάμια που είναι από χαρτί
– κάθε σημάδι έχει ένα ταίρι.
Κι η φυσαρμόνικα η βαριά
που κάπου κλαίει — από μακριά,
σε πίσω τρίστρατο, ποιος ξέρει! —
τον ίσκιο μου (που προσπερνά
και μεγαλώνει — ως τη γωνιά,
ώσότου ο αγέρας τον αρπάζει,
καθώς τη μαύρη καστανιά
που έχει μάδησει η χειμωνιά),
μ' αυτόν τον ίσκιο μου ταιριάζει.
Απ' τη σελίδα Ένα ποιηματάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου