Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

  

ΑΥΓΗ

 

Σβύσαν οι φωτιές της νύχτας

κι οι φωνές που με πολιορκήσανε,

γίνονται τιτιβίσματα πουλιών

στις τζιτζιφιές και τη μεγάλη λεύκα.

 

Πλησιάζω στο παράθυρο˙

κανείς δεν περιμένει έξω˙

κοιτάζω πιο καλά,

κανείς δε φαίνεται στο δρόμο.

Στέκομαι κι αφουγκράζομαι˙

κάτι ακούω τώρα καθαρά:

είναι του μεροκαματιάρη τα βήματα.

 

Πόσο ξοδεύτηκα σε περιττές αγωνίες, Κύριε...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

EGRETTA ALBA

 

Τώρα ο καιρός με τη χρυσαλλίδα παίζει

και τον ερωδιό ερωτεύεται.

Στην πλαγιά με τα κούμαρα

θα σας συναντήσω πάλι,

ω φίλοι,

που σας παραπλάνησαν οι αετοί,

μη μ’ αποπαίρνετε

από κει ψηλά,

ξέρω για να σας πω

τις περιπέτειες ενός εντόμου˙

τάχα, δεν είναι αρκετό,

την είσοδό μου στο δάσος

να προετοιμάσω...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

ΨΗΛΟ ΒΟΥΝΟ

 

Ψηλό βουνό για τις αμαρτίες μου

μισό θαμμένο στον ουρανό

και στα πόδια του,

σκορπισμένοι αριθμοί απ’ τα παιδικά μου

τετράδια.

 

Ήτανε δύσκολο τ’ ανηφόρισμα

και σου το ’λεγα,

μα συ στον πυρετό σου μπέρδευες

τ’ άστρα και τα χαλίκια...

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΖΩΔΙΟ

 

Ψηλά το κυπαρίσσι,

που έδιωχνε τους νεκρούς μου

λάφυρο της περιστεράς.

 

Κι ο τοξότης,

ωραίος που διάβαινε το περιβόλι

σημαδεύοντας στο χώμα

σκιές που ξέφευγαν από τις φυλλωσιές

και κάποτε σε ταραχή

της σαύρας τη λιγοθυμιά

ή σε μεγάλο φόβο

το κακό της όχεντρας

καύκαλο της χελώνας

κρύβοντας το ριζικό βαθιά μέσα στα χόρτα.

 

΄Ω κι άλλα λόγια!

 

Που θάλεγαν τα χείλια

τανύοντας το στέρνο του ως την κορφή,

κει που σωνόταν η ψυχή

με τα πουλιά γιορτάζοντας.

 

Κι έργα, όχι της ηδονής

αλλά των γυμνών του οστών η εντέλεια

κει που το βέλος σπαράζοντας θα κάρφωνε

χέρια, όχι της πληρωμής,

αλλά στα πυκνά του μαλλιά μέσα πλάθοντας

από τους καιρούς αδαπάνητη φλόγα!

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

APIS MELEFICA

 

Ζαλισμένη απ’ τον καπνό του δωματίου,

πάσχιζε να διαφύγει μ’ απελπισμένο βόμβο

στ’ αντικείμενα που μάντευε κάποιαν έξοδο

προτιμώντας ιδιαίτερα τα διάφανα σκεύη,

ώσπου τανύοντας σε μιαν ύστατη προσπάθεια

τ’ αδύναμα πια φτερά της

γαντζώθηκε σπαράζοντας  στο έρημο υαλοστάσιο.

 

Βέβαια το ’ξερα, η αιχμάλωτη μ’ αγνοούσε

κι ούτε γύρεψε να χρησιμοποιήσει το κεντρί της

καθώς πλησίαζα την άφτρα του τσιγάρου μου,

άπλωνε μόνο τις κεραίες της μ’ απόγνωση,

μάταια καλώντας τις συντρόφισσές της.

 

Έξω το σμήνος είχε κυριεύσει την πλαγιά

κι ένας βόμβος ασυνήθιστος

μαρτυρούσε κάποια καινούργιαν αποικία

στην όχθη με τις φορτωμένες φουντουκιές.

....................................................................

 

΄Αφησα τη νεκρή στο δάπεδο

κι άνοιξα το παράθυρο,

για να παρακολουθήσω το σμήνος.

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

 

Σελίδα πρώτη, στίχος πρώτος

μετρώντας από την αρχή και σ’ όλες τις επόμενες σελίδες

με ιδιαίτερη προσοχή στα συνώνυμα

περιφράσεις και μεταφορές, να διαγραφούν όχι,

μάλλον ν’ αντικατασταθούν οι λέξεις ζωή και θάνατος.

 

Μια πρώτη βέβαια λύση, μπορεί κι η ασφαλέστερη,

τ’ αποσιωπητικά μέσα σ’ αγκύλες ή και παρενθέσεις,

μ’ αν τύχει και σας σφίγγει ο βρόχος το λαιμό

τότε τ’ αλγεβρικά στοιχεία, μια βιαστική εξίσωση

ή κάποια δύναμη απειροστή

με ακόμη ένα ενδεχόμενο, το πιο παρήγορο:

τ’ αστέρι Χ και πλάι ένας αριθμός, έτη φωτός εκατομμύρια

(τ’ άλλο, που το φώτισε το αίμα σου

το βράδυ εκείνο μες τις πασχαλιές,

δε θ’ ανατείλει πια, μου είπες).

 

Μένει ο τίτλος.

΄Ω, να μπορούσα έτσι να σταθώ

σαν το πισσόχαρτο της πινακίδας στα συρματοπλέγματα

κι ο ήλιος του μεσημεριού να πυρπολεί

σ’ όλα τα μάτια των ανίδεων

άσπιλο τον ασβέστη της επιγραφής˙

ΠΡΟΣΟΧΗ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

ΚΑΙ κάποτε μεριάζανε τα σύννεφα

κι έλαμπε ολόκληρο το Μαίναλο

μ’ αχάραγο στις ράχες του το χιόνι

λειψανοθήκη ασημένια

με τα κόκαλα της κλεφτουριάς

τα χρόνια του μεγάλου σηκωμού

ιστορημένη στη Στεμνίτσα.

 

Μεριάζανε τα σύννεφα στην Οστρακίνα

κι από τα ρέπια του Αργυρόκαστρου

και του Ζαντέ τον πύργο στο Βαλτεσινίκο

τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά

που πελεκούσαν με καημούς Λαγκαδιανοί μαστόροι,

 

βουβό κι ασάλευτο μας κοίταζε

πέτρινο το Εικοσιένα.

 

 ΧΙΟΝΙΑ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

Η ΕΞΟΡΙΑ

 

Ο θείος μου ο Γιώργος

όταν γύριζε από την εξορία

μ’ έπαιρνε από το χέρι

και μου μιλούσε για τους ποιητές

που σήμερα κανείς δεν τους θυμάται

και είναι πιο λησμονημένοι απ’ τους εξόριστους

και τους αγίους στης μητέρας μου το εικονοστάσι.

 

΄Ω Ανθία

με τα σφυρίγματα του Σατανά

και τους αλήτες σου

Πορφύρα με τα δάκρυα των πραγμάτων

ώ εξορία παντοτεινή κι αλύτρωτη

μνήμη ανελεήμονη της Ομορφιάς

σαν τα γυαλιά της φυλακής

τ’ αγκαθερά συρματοπλέγματα

στις ξέρες του Αιγαίου.

 
Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΟΥΤΟΣ

 

Ο μακαρίτης ο Σωκράτης

συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου

κι άλλοτε πάλι

ο συχωρεμένος ο Μιλτιάδης

και πάει λέγοντας

ως τους Κολοκοτρωναίους και το Μιαούλη.

 

Τώρα μακαρισμένος πια κι αυτός

μεσ’ στους μακαρισμένους

στο αγιασμένο  εικονοστάσι της φυλής

δώσ’ του φτερούγες Θε μου

να ξαναφτάσει το παιδί

που φορτωμένο το σακούλι του

τραβούσε από τη Χούτσαινα

για την Ανδρίτσαινα

νυχτόμερα σε λόγγους και ρουμάνια περπατώντας

για να μάθει γράμματα,

 

κι έτσι μια σχόλη

στο πατρικό του σπίτι να ξημερωθεί

αντάμα με τους Κολοκοτρωναίους

και το Σωκράτη δάσκαλο...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΝΟΝΑ

 

ΑΧ Θε μου

που δε σε είδα ποτέ μου,

 

στέναζε συχνά πυκνά η νόνα μου η Κανέλλα

πότε στον αργαλειό ισιάζοντας το υφάδι

πότε στο λόγγο ζαλωμένη πουρναριές

στ’ αμπέλι, στο περβόλι, στις ελιές και στη νεροτριβή

κι όταν κατάκοπη τα βράδια

συνταύλιζε τα κούτσουρα στο τζάκι.

 

Μα εγώ που ολιγόπιστος

σ’ έψαχνα μάταια στον ουρανό

σε είδα και σε άγγιξα ακέριο Θε μου

στον άγιο μόχθο της˙

πώς ευωδιάζει σαν εκκλησιά το σπίτι

όταν η μάνα μου απλώνει τα κιλίμια της.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

 

Παις ο αιών...

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

 

ΜΑ κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα

κι εννόησα επιτέλους το θάνατο

κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα

την πανουργία του καιρού

δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσια,

 

πήδηξα πάλι την ξερολιθιά

που χώριζε τους τάφους απ’ το κύμα

κι εκεί στην άκρη του νερού

άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα

και τα σπασμένα κεραμίδια

σαν άλλοτε που παραβγαίναμε

ποιος θα ρίξει περισσότερες ξυστές

στης θάλασσας τη ράχη.

 

΄Ετσι μεσ’ στον αιώνα

βρήκα το παιδί να παίζει

γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε

ποτέ να λογαριάσω

ανάμεσα στα μνήματα και το νερό

σε ποιον ανήκε η βασιλεία.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»


BOOGIE – WOOGIE

 

ΩΡΑΙΕΣ του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι

τώρα σημαδεμένες από τον καιρό

χίλιες φορές ωραίες

χίλιες φορές ταξιδεμένες

με τους πελώριους κεκρύφαλους

και τους πανύψηλους κοθόρνους.

Πόσοι αιώνες φλυαρίας

στο ψιλικατζήδικο με τα φτηνά καλλυντικά

στο γύρο της μικρής πλατείας με τις ακακίες

στα σταυροδρόμια και στα κεφαλόσκαλα˙

ο ακονιστής, ο παλιατζής, η γύφτισσα

και ο σακατεμένος στρατιώτης.

Είδα το γράμμα που διπλώνατε στον κόρφο σας

σας έφερα το κοκοράκι για τον πονοκέφαλο

το Ζέφυρο και το Ρομάντζο

άκουσα τα χωνιά και τα συνθήματα

τους πυροβολισμούς μεσ’ στο σκοτάδι

γι’ αυτό ποτέ μη σταματάτε

λικνίστε ακόμη στο χορό σας το παιδί

που άλλαζε βελόνες στο γραμμόφωνο

ώ αρχαγγέλισσες νυχτερινές

ωραίες του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι ...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ

 

ΛΟΙΠΟΝ ο Δρόμων ήταν σκλάβος.

Το βρήκα ψάχνοντας αργότερα στο λεξικό

πως έτσι φώναζαν συχνά τους δούλους

κι αναστατώθηκα στις υποθέσεις˙

πώς βρέθηκε στη Θάσο

να ήταν Σκύθης, Ασιάτης ή Αφρικανός,

΄Ελληνας από κάποια κουρσεμένη κώμη

και δούλευε ολημερίς στα λατομεία

ή τον παζάρευε τ’ αφεντικό του στο λιμάνι

όταν ο σύντροφός του χάραζε

στο στυλοβάτη του ιερού ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

τρέξε σ’ αυτό το ποίημα και ζωντάνεψέ το

οργάνωσε με τους συντρόφους σου μιαν ανταρσία

και λεηλατήστε, κάψτε

περάστε με φωτιά και σίδερο

τις κομψοέπειες και τα φτιασίδια μου

λευτερώστε μέσα μου τον ποιητή από το γραφιά

κι έπειτα πάρτε με μαζί σας στα λατομεία τ’ αληθινά

να μαθητέψω πλάι σας το μυστικό

της κάθε λέξης πώς να πελεκάω και να σπάω

όπως γυμνοί στον ήλιο σπάτε την πέτρα και το μάρμαρο.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

δεν γράφτηκε μια Ιλιάδα

για τη δική σου την οργή.

 

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»



Πηγή:https://zourtsa.gr/TasosGalatis.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου