Σου την έφερα, παλιομπάσταρδε.
Κάνω τράκα τσιγαράκι απ’ το πακέτο σου
και μου δίνεις φωτιά.
Φυσάω καρφί τον καπνό
στα ξέθωρα απ’ τα γεράματα μάτια σου
και σε ρωτάω κοιτώντας τη φίλη μου
«Σου γουστάρει η γκόμενα;»
Βγάζεις απ’ το αρχαίο πορτοφόλι σου
μια φωτογραφία. Είμαι γω 5 χρονώ.
Μ’ έναν ηλίθιο φιόγκο στο κεφάλι
Πάνω σε μια καρέκλα.
Μου λες με σπασμένη φωνή «Κοίτα πως ήσουνα
μικρή…»
κι είσαι έτοιμος να τα μπήξεις
παλιομπάσταρδε, δε θα με ρίξεις.
Έρχεται η κόρη μου.
Τη λες ευχαριστώ για το γλυκό
και μασάς αργά ένα βάτραχο.
Φοβάσαι.
Οι φλέβες σου φουσκώσανε
τα μηνίγγια σου χτυπάνε
η σοκολάτα που ‘φερες για τη μικρή
έχει λιώσει στην τρύπια τσέπη σου
θα ‘χει κολλήσει στο σώβρακό σου.
Είμαστε ξανά οι δυο μας τώρα.
Εσύ συνταξιούχος, μωρό μου.
Κι εγώ ανεβασμένη στην καρέκλα
Με τον ίδιο ηλίθιο φιόγκο.
5 χρονώ. 19 χρονώ. 20. 30.
Όλη μου τη ζωή, πατέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου