Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα
ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια.
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα
ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια.
Δε σε φωνάζω πια, δε θα μ’ ακούσεις
κουράστηκε η φωνή μου γέρασε άσπρισαν τα μαλλιά της
γυρνώντας χρόνια τώρα μες στο κρύο τούτο σπίτι — μα ποιο φως
είναι λοιπόν αυτό που δε λυπάται
που διαπερνά τους τοίχους και τα ρούχα και το δέρμα
ρίχνοντας τη σκιά σου μέσα μου;
κουράστηκε η φωνή μου γέρασε άσπρισαν τα μαλλιά της
γυρνώντας χρόνια τώρα μες στο κρύο τούτο σπίτι — μα ποιο φως
είναι λοιπόν αυτό που δε λυπάται
που διαπερνά τους τοίχους και τα ρούχα και το δέρμα
ρίχνοντας τη σκιά σου μέσα μου;
Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα— μα ποιο χέρι
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα— μα ποιο χέρι
περνάει πάνω στο πρόσωπό μου και χαράζει
σημάδια δύναμης άσβηστα — ποιο ρίγος
που κόβει των σφυγμών μου μονομιάς όλες μαζί τις άγκυρες;
Έφυγες κι έγινες καθώς μου το ’χες πει
μια προέκταση του κόσμου, ένας μεγάλος δρόμος μέσα μου
μα όσο και να βαδίσω δε σε συναντώ
μια ξενιτειά είναι ο κόσμος τώρα
— φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά
τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα,
ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια.
Πηγή: «Ανασύνδεση» (1962), Ψυχοστασία: Ποιήματα 1949-2006), Αθήνα: ύψιλον/ βιβλία 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου