ΣΚΟΠΟΣ ΧΑΜΕΝΟΣ
Σ΄εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ΄αχείλι πάει να φρίξει,
και που όλη η ψύχρα απ΄τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,
εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους πικρούς τραγουδιστές
που - κάθε βράδυ σα σχολάνε -
απ΄τα παράθυρα περνούν
- που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν -
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...
Κάτω απ΄τον έντονο ουρανό,
τι μ΄έχει κάνει, να πονώ
κι ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ΄τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;
Δούλευα μέσα μου να πω
κ΄εγώ (ποιός ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι΄όσο αν τρίβη κι΄αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δε μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνη...
ΑΡΓΑ, ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ...
Αργά, στο σπίτι σα γυρνώ
τη νύχτα, απ΄την πλατεία περνώ
που κρέμετ΄έρημο φανάρι.
Νoτιά το δέρνει βραδυνή
και το τινάζει απ΄το σχοινί,
σφοδρά, για να το συνεπάρη.
Ταιριάζει ο αγέρας ο κουφός
κι΄αυτό το τρομαγμένο φως
πάνω στους τοίχους που σπαράζει,
κ΄η σύναξη άσωτα παιδιά
που απόμειναν, μες στη βραδυά,
δίχως ψυχή να τα φωνάζη.
Γύρω, στα σύρματα οι αητοί,
και τζάμια πούειναι από χαρτί
- κάθε σημάδι, έχει ένα ταίρι.
Κ΄η φυσαρμόνικα η βαρειά
που κάπου κλαίει - από μακρυά,
σε πίσω τρίστρατο, ποιός ξέρει! -
τον ίσκιο μου (που προσπερνά
και μεγαλώνει - ως τη γωνιά,
ως ότου αγέρας τον αρπάζει,
καθώς τη μαύρη καστανιά
που έχει μαδήσει η χειμωνιά)
μ΄αυτόν τον ίσκιο μου ταιριάζει.
ΑΜΟΥΣΙΑ
Το ξεπεσμένο αρχοντικό
μπουμπούκια και πουλιά το πνίγουν,
περικοκλάδες το τυλίγουν,
σφιχτά, μεστά - σα μυστικό.
Τη χλώρη την τρεμουλιαστή
νερό τρεχάμενο ακραγγίζει,
το λάκκο - λάκκο, και φλιφλίζει
μιαν ευφροσύνη αναβρυτή.
Κόκκινες σέρνει χαρακιές
ο ήλιος στις γρίλλιες του, ως μέσα,
στο κάδρο με την πριγκηπέσσα
και σε κονσόλες παλαιϊκές.
Η πλάση το καταφιλεί,
τόχει - και το σφιχταγκαλιάζει.
Του κάκου: νειότη δεν του μοιάζει,
μα κρύος χειμώνας πιο πολύ.
Κ΄εγώ, άλλο τόσο: δεν μπορώ
ματιά και νόηση να βαθύνω
στην όψη του, κι εγώ τ΄αφήνω
να κλειή τη θύρα στον Καιρό.
Δεν είναι η ώρα η τυχερή,
δε με δονεί, δε με πικραίνει.
Κρύα η καρδιά μου - περιμένει
ουσία και ποίηση να του βρη
- σε ώρα κρυφή; σε τέχνη ξένη;
ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΩΝΙΕΣ
Κλαις, που βραδιάζει - κ΄η μητέρα
τη βίζιτά της δεν τελεύει.
Ξένος, στο δρόμο που αγριεύει
σύννεφα κλαις και κρύον αγέρα.
Βρέχει, σα χτες. Απ΄άκρια σ΄άκρια
κατασταλάζει ο κούφιος ήχος ...
Και γίνεται αντίκρυ σου ο τοίχος
σα μάγουλο που τρέχει δάκρυα.
Μα τα παράθυρα η κυρία
φριχτά που βγήκε να σφαλίση,
το γιατί κλαις αν σε ρωτήση,
πες της μια ψεύτικη ιστορία.
Να, εσύ τον κόσμο τον φοβάσαι.
Τ΄άλλα παιδιά δε σ΄αγαπάνε,
σε ρίχνουν χάμω, σ΄ανικάνε...
Κάλιο μέσα στο σπίτι νάσαι
με τη λάμπα, με τα βιβλία,
τα ξυλαράκια στο τραπέζι
και με τον αδερφό που παίζει
το σιδηρόδρομο ή τα πλοία,
κάλλιο στην κάμαρα, που ανοίγει
έναστρη, νυχτομαθημένη
- και το τραγούδι της, που βγαίνει,
μέσα στον τοίχο της το πνίγει.
Στο παράθυρο του Γενάρη
που η μαυρομαντηλούσα η μέρα
τρέμει όλο δάκρυα στον αγέρα
κι΄όλο φριχτό μαργαριτάρι.
Απ΄την ανίδεη γυναίκα
σύρε να κλάψης πάρα πέρα.
- Αχ, πως θα ζήσωμε, μητέρα,
ως τις εννιάμιση; ως τις δέκα;
Πηγή: https://poetry-poets.blogspot.com/2009/11/1899-1944.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου