Καταμεσής στη λίμνη μου ένα νησάκι κάθε τόσο ξεμυτά:
Έχω το ξύλινο καλύβι μου εκεί, μαύρη πετριά σπαρμένη τρία στρέμματα
κόρνο και σίκαλη, δίπλα ένα μποστάνι καταπράσινο•
πέρα στο μοσχομύριστο θυμάρι βουίζουν οι κυψέλες μου με τ’ αγριόμελο
και μια ντουζίνα ελιές που ξεκουράζονται στο σύσκιο τους τα λιμνοπούλια.
Δροσόσταλο το δείλι αργοπέφτει, αργεί ο καφές στη χόβολη,
τρεις κούπες στέκουν στο βαρέλι αντικρύ με το ουίσκι•
Έρχεστε με βάρκα μονοκάταρτη σταβέντο,
συμπότες του πικρού πιοτού και του ξερού ταμπάκου,
συνταξιδιώτες, ναύκληροι του ποντισμένου ιμέρου,
Μιμόζες «μη μου άπτου» σώματα, με φούσκαλα τα χείλη, χαιρετάτε,
γιατί στα χαμοπήγαδα γλυφίζει το νερό κι απ’ τα μεθυστικά πιοτά
πίνει μοχάχα ο ψυχαδράχτης κι οι ρουφιάνοι του.
Για ποίηση κουβέντα• ακούμε μόνο το σάλεμα στα λιόφυλλα,
το κρώξιμο των γλάρων και την αμφίβια των φρύνων τη σονάτα,
Και πίνουμε βουβά απ’ το ατόφιο μαλτ, το χρόνια ωριμασμένο
και ντουμανιάζει το καλύβι στον καπνό το σέρτικο.
Τους αστρικούς σας ώμους αγκαλιάζω όπως της μάνας μου παλιά,
ο Έζρα παίζει στο βιολί για τον οικοδεσπότη ένα της κάτω νύχτας κάντο,
σκαρφαλωμένο στα εννέα όγδοα της σεβνταλούς Ανατολής.
Αχ, πόσο μικραίνει η νύχτα στο χαρμόλυπο το γλέντι.
Χαράζει και δε ρώτησα αν βρίσκονται οι ποιητές στον Άδη,
μήτε αν απαντήσατε τον αηδονόλαλο το Ρούσο τον Σεριόζα
που’ κανε το ταξίδι σας νωρίς, ούτε είπα πως μεθώ τριάντα χρόνια
με τον γλυκόπιοτο καημό που αφήσατε αμανάτι.
Το πρωινό αηδόνι λέει αντίο με μια τρίλλια πριν σωπάσει•
Αυτό το σώμα, που ντύνει κάθε μέρα η φθορά, αιθερολάμνει
σαν την πέρδικα πετώντας χαμηλά να σας ξεπροβοδίσει.
Τώρα σηκώνετε πανί και το φουσκώνει ο νόστος,
κι ο μπάτης μ’ έναν ψίθυρο μου φέρνει τη φωνή σας.
Ο ένας που ζωντάνευε με την αντάρα των σπαθιών,
αν λησμονήθηκαν τα ξεστρατίσματά του με ρωτά.
Ο άλλος που αντάριαζε με τις σπαθιές του έρωτα,
αν τις καρδιές των ποιητών οι κοπελιές τρυπούν ακόμη
Κι εγω πως τίποτε τους απαντώ δεν άλλαξε.
Έζρα, Γουίλι, αγαπημένοι θηρευτές σας δίνω λόγο:
Όταν βουλιάξει το νησί μου δεν θα προσμένω πάλι να φανεί.
Όπως ο μέρμηγκας τ’ ασήκωτο φουντούκι, ένα βαρέλι ουίσκι θα ζωστώ
και θα κινήσω να σας βρω ωσάν πορνοβοσκός κι αγύρτης,
σέρνοντας ένα τσούρμο σφιχτοκάπουλα κορίτσια του μπουρλέσκ.
Λαθραία θα περάσω την πραμάτεια μου από το σκύλο τον τρικέφαλο,
και μες στο χαροκόπι μας τον Άδη θα ρουφήξουμε ως τον πάτο,
όπως μονάχα οι ποιητές και οι τρελοί τον πίνουν.
Για ποίηση ούτε λέξη.
Χρεία καμιά δεν θα’ χομε απ’ την πλανεύτρα πουτανιά της.
2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου