Άκουσε Σίσυφε, θρασύ απατεώνα,
αυτόν που πάνω του κυλάς το βράχο:
- Τι κι αν φυλάκισες το θάνατο στο άντρο του,
κι αν τρις ξεγέλασες του ζόφου τους επάρχους
τι μ' αυτό; Πάλι σε σύραν δέσμιο νεκροπομποί
στον Άδη. Ώμους τιτάνιους έχτισες, την τιμωρία
κουβαλώντας τη βαριά, μα ποιο το όφελος;
Θεέ μου, τι αποκοτιά, πόση περίσσια τρέλα
ο μόχθος σου για να βρεθείς σε δυσθεώρατα ύψη
μόνο για να ριχτείς μετά στα βάραθρα γελώντας.
Υψιπετής ακόμα και κυρτός! Και που λυγάς
ψηλότερα να στέκεσαι από τους δικαστές σου.
Άκουσε Σίσυφε τον συγκατάδικό σου,
αυτόν που είρωνες θεοί τιμώρησαν
μ' ανάξια και ιλαρή ποινή ν' αγκομαχά
αδειάζοντας πνευμόνια και ψυχή
σ' ένα μπαλόνι τρύπιο και σαν κορφοπατά
ξεφούσκωτο στο στόμα του να χάσκει.
Kι απ' την αρχή μ' αστείο παιδεμό να τυραννιέται,
περίγελως αιώνιος του άνω κάτω κόσμου.
Αλήθεια κι απ' τον θάνατο πιο βέβαιο φαντάζει
πως θα 'ταν προτιμότερο χίλιες φορές
το άχθος σου να κουβαλά παρά αέρα
να φυσά και πάθη και καημούς στο ατελέσφορο.
Όμως στο βάθος ξέρει
πως ούτε θεοκατάρατος μήτε μοιραίος είναι
μα κάποια λόξα παιδική τον έχει σημαδέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου