«Όσοι με έσπρωξαν και βρέθηκα μπροστά τους με το κεφάλι κάτω, τώρα έχουν γίνει σκόνη. Αυτό το κεφάλι έχει ακούσει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Σημεία και τέρατα. Ένα άλλο κεφάλι θα είχε σπάσει χρόνια τώρα, δεν θα στεκόταν στους ώμους του, θα είχε μετανιώσει. Αλλά όποιος μετανιώνει, καταστρέφεται, είναι νόμος. Έχω δει κεφάλια χαλασμένα, πεταμένα σαν διαλυμένα ξυπνητήρια, με τα ελατήρια για πάντα έξω, επειδή μετάνιωσαν. Έχω δει κεφάλια που μια ζωή ονειρεύονται και, μόλις μετανιώσουν, συναντούν τον αξύπνητο μέσα στο όνειρο. Κεφάλια καλλιτεχνών που κατρακύλησαν, γιατί έγιναν διασκεδαστές στις αυλές άλλων. Κεφάλια πάσης φύσεως, που, ενώ ζούσαν κανονικά, ξαφνικά πήραν ανάποδες, διέκοψαν κάθε σκέψη, κι ακόμα παραπέρα, ξέχασαν πώς γεννιέται η σκέψη. Κεφάλια που μόνα τους δόθηκαν σε παπάδες και η εξομολόγησή τους δεν έχει ακόμη τελειώσει. Κεφάλια που εμπιστεύτηκαν γιατρούς, κι αυτοί τα άνοιξαν, κοίταξαν μέσα τους και έβαλαν κι άλλους να κοιτάζουν. Έτσι, το ανοιγμένο κεφάλι γέμισε τουρίστες που συνωστίζονταν και κάποια ηλιόλουστη μέρα θ' αποφάσιζαν να το κατοικήσουν, και οι γιατροί αγάλλονταν, γιατί το κεφάλι που άνοιξαν αποδείχτηκε χρήσιμο. Το κεφάλι κατοικία, το κεφάλι μουσείο, το κεφάλι φυλακή» (σ. 153).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου