Ἤθελε νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἔναστρο οὐρανό, σ᾽ αὐτὸν τουλάχιστον ποὺ ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρο, νὰ τῆς φανερωθεῖ σὰν ἕνας ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη, στὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὴν ὁλότητά του. Ἔτσι κι ἔγινε· κι αὐτὸ ποὺ ὣς τότε στὴ ζωή της ἦταν (κι ἔμενε) λέξη μόνο, μεταφορα ποὺ τὴν εἶχε ἀκούσει καὶ προσέξει καὶ χρησιμοποιήσει καὶ ἡ ἴδια, ἔγινε γιὰ κείνη τὴ μία στιγμὴ χειροπιαστὴ πραγματικότητα: τ᾽ ἀστέρια τὴν ἔλουσαν μὲ τὴ λάμψη τους, λάμποντας τῆς χαμογέλασαν. Καὶ τί γλυκό, τί καλὸ ποὺ ἦταν τὸ χαμόγελό τους!
Peter Handke / Ἡ Κλέφτρα τῶν Φρούτων / μτφρ. Μαρία Αγγελίδου / ἐκδ. Βιβλιοπωλείο Gutenberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου