Μια μέρα περπάτησε ακόμα πάνω μας
όπως μια μύγα πάνω σ’ ένα πτώμα
και μας λέρωσε αποτρόπαια
και μ’ άλλους ακόμα συμβιβασμούς
-που ορκιζόσουνα πως ποτέ δεν θα τους έκανες
όταν παρίστανες τον αθώο και τον ακέραιο.
Το ψωμί που έφαγες
από ποιο πεινασμένο στόμα το άρπαξες απόψε πάλι;
Το ρούχο που φοράς
και το άλλο που έχεις κλεισμένο στο ντουλάπι σου
και το τρίτο και το τέταρτο
και το δ ι κ ό σου ψυγείο
και το δικό σου βιβλίο
-από ποιον το ‘χεις κλέψει;
Ποιος για χάρη σου στερήθηκε γράμματα
για να μπορείς εσύ σήμερα
να κομπάζεις και ν’ ασχημονείς σε τρεις
ή τέσσερις γλώσσες;
Ποιος έμεινε για το χατίρι σου στη φυλακή
για να γίνεις εσύ στήριγμα της κοινωνίας;
Ποια παιδιά κλάψανε από πείνα
ή αναγκάστηκαν να σπάσουν ανεπανόρθωτα
την ευθυτένειά τους
για να μπορείς εσύ σήμερα να τους καταδικάζεις;
Πόσοι αθώοι πληρώσανε με το αίμα τους
το ασήμαντο για σένα τσιγάρο
που νευριασμένος το πέταξες μισοτελειωμένο;
Φίλοι καλοί, φίλοι χορτάτοι μου, σαν και μένα,
ξέρω, θα πείτε πως όλα τούτα είναι φτηνές δημαγωγίες,
και θα ‘χετε δίκιο: οι φτωχοί
μονάχα φτηνοπράγματα μπορούνε να ‘χουνε
ή να ελπίζουν πως θα κάνουνε δικά τους.
Σας θυμίζω μονάχα πως δύσκολα
συγκρατείς τον πεινασμένο, πως δύσκολα
εμποδίζεις το φθόνο να θεριέψει
και μη μου πείτε πως δεν το ξέρατε και τα λοιπά
και μην καμωθείτε υποκριτικά τους έκπληκτους
όταν θα νιώσετε τα δόντια τους στο λαιμό σας
ή όταν μας πάρουνε στο καρότσι για την καρατόμηση.
Γιατί, φίλοι καλοί, κι εγώ μαζί σας θα είμαι
δεν αξίζω καλύτερα.
Από την ποιητική ενότητα: «Έξη μέρες σ' ένα πηγάδι» στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 25, Γενάρης 1957.
Αναδημοσίευση από τον Χαρτικόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου