Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Ιωάννου -Το κρεβάτι


Ανεβάσαμε σε μας το μονό αυτό κρεβάτι, τη μέρα που μάζεψαν απ’ τη γειτονιά μας τους εβραίους, κι απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό. Το πάπλωμα, το στρώμα, και τα λερά σεντόνια του τα είχαν στο μεταξύ άλλοι αρπάξει. Το κρεβάτι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει τελικά μέσα στο άγρια λεηλατημένο διαμέρισμα. Και το μόνο εβραϊκό πράγμα, που ύστερα από πολύ δισταγμό πήραμε –το ορκίζομαι.
Κοιμόταν ο Ίζος σ’ αυτό. Δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, μα φίλος μου. Συχνά, παίζοντας στο διαμέρισμά τους κρυφτό ή άλλα παιχνίδια, κρυβόμασταν αποκάτω ή χωνόμασταν για να πάρουμε τη μπάλα που είχε κυλήσει. Κάποτε μάλιστα, που λείπαν οι δικοί μου, μας είχαν κοιμήσει αγκαλιά στο κρεβάτι αυτό. Τότε πρωτοείδα το νεανικό τριχωτό στεφάνι της ήβης. Είναι αλήθεια πως είχε αρκετούς κοριούς το κρεβάτι, και παρ’ όλο το κυνήγημα που αργότερα τους κάναμε, δεν εξολοθρεύτηκαν ποτέ εντελώς. Ήρθε καιρός που δόξαζα το Θεό γι’ αυτή τη διάσωση. Κάτι είχε σωθεί απ’ το αίμα του Ίζου και ενωθεί ίσως με το δικό μου.
Ο Ίζος μαζί με τους δικούς του που σπάραζαν, έφυγε ένα φριχτό πρωί ντυμένος και σοβαρός σα γαμπρός. Στο στήθος του σχεδόν καμάρωνε το κίτρινο άστρο. Ήμουν μαζί του μέχρι που δρασκέλισε το κατώφλι της εξώπορτας. Έξω ούρλιαζε ένα μεγάφωνο: «Προσοχή! Προσοχή! Όλοι οι εβραίοι…». Τον άρπαξαν και τον έσυραν στη γραμμή. Κάποιος με τράβηξε δυνατά προς τα μέσα και βρόντηξε σαν οριστικά, όπως στις κηδείες, την πόρτα. Ένας Θεός ξέρει τι μπορούσες να πάθεις εκείνη την ώρα, αν από λάθος κι εσένα σε άρπαζαν ή σ’ έβλεπαν αγκαλιασμένο μ’ έναν εβραίο.
Αμέσως μετά, όλη η πολυκατοικία σφούγγισε τα δάκρυά της, ανέβηκε αγκομαχώντας στο δεύτερο πάτωμα και ρίχτηκε σαν υπνωτισμένη στα υπάρχοντα των εβραίων. Το πλούσιο σπιτικό τους βούλιαζε από ρούχα και έπιπλα. Οι Γερμανοί, βέβαια, απειλούσαν με θάνατο όποιον έπαιρνε ή άρπαζε εβραϊκές περιουσίες, μα κανένας σχεδόν δεν θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή τη θυροκολλημένη διαταγή. Έξω ακόμα τους μέτραγαν, φώναζαν τα ονόματά τους, τους κλοτσούσαν• μέσα στο σπιτικό τους ξεγυμνώνονταν με θαυμαστό πράγματι θάρρος και επιτηδειότητα. Το ίδιο φαντάζομαι θα συνέβαινε και στα άλλα σπίτια του γκέτο μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα οι Εβραίοι να έβλεπαν μέσα στην παραζάλη τους το άρπαγμα των υπαρχόντων τους. Ιδίως όταν τραβολογιόνταν οι κουρτίνες –αυτό πρέπει να φαίνονταν από το δρόμο.
Η συγκάτοικη που πριν από λίγο έκαμνε τους πιο μεγάλους σταυρούς κι έπαιρνε τους πιο βαριούς όρκους –κάτι το πολύτιμο, φαίνεται, της είχαν εμπιστευθεί– ρίχτηκε, θυμάμαι, στα σεντόνια του Ίζου, ζεστά ακόμα απ’ το νεανικό ύπνο του. Κατόπι στράφηκε σε σοβαρότερα πράγματα. Άλλοι πήραν να τραβοκοπούν το καρυδένιο τραπέζι, άλλοι τις ντουλάπες, τις σιφονιέρες, τα κομοδίνα, τους καθρέφτες, και μια ραγισμένη θερμάστρα από πορσελάνη διαλύθηκε στα χέρια ενός γέρου και μιας γριάς, καθώς την έσερναν στο διάδρομο.
Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με φλούδα από πασατέμπο. Μέρες τώρα δε μαγείρευαν ούτε σκούπιζαν οι εβραίοι. Περίμεναν, πάντα ντυμένοι, την ξαφνική διαταγή, λέγοντας ιστορίες παρηγορητικές και παραφυλάγοντας το δρόμο πίσω απ’ τα κατάκλειστα σκεπασμένα παράθυρα. Κανένας τους δεν έδειχνε διάθεση να το σκάσει, πράγμα μάλλον εύκολο. Οι λίγοι που το τόλμησαν, σώθηκαν σχεδόν όλοι. Είχαν απειληθεί, βέβαια, με οικογενειακή εξόντωση κι ο ένας τους συγκρατούσε τον άλλο. Επίσης τους αποκοίμιζαν με διάφορα παραμύθια. Ο μεγάλος καημός της μαντάμ Κοέν, μάνας του Ίζου, ήταν πως στην Κρακοβία, όπου δήθεν θα τους πήγαιναν, οι εκεί εβραίοι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι όχι τη διάλεκτο της Καστίλλιας. «Μα θα τα καταφέρουμε», έλεγε με αρκετό κουράγιο, «όπως τον καιρό του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας». Δεν είχαν βέβαια, τίποτε ακούσει για το Άουσβιτς, ούτε για τους θαλάμους αερίων. Είναι όμως δυνατό να μη είχαν καταλάβει το βαθμό του μίσους;
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μας κλαίγοντας. Δεν μπορούσαμε να βλέπουμε άλλο το ξεγύμνωμα του σπιτιού. Δε δεχτήκαμε ούτε και κάτι λίγα που μας πρόσφεραν οι χορτασμένοι νέοι κυρίαρχοί του. Μισογείραμε στα παντζούρια και παρακολουθούσαμε με φρίκη τις ζωσμένες φάλαγγες να περνούν. Δεν έμοιαζε καθόλου με ταξίδι το άγριο αυτό ξερίζωμα. Γέροι, γριές, άρρωστοι που παραπατούσαν, εγχειρισμένοι διπλωμένοι στα δυο, σέρνονταν στο τέλος της κάθε φάλαγγας. Πόσο είναι δυνατό να βάσταξαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Μάλλον όμως υπήρξαν οι ευτυχέστεροι, αν σκεφθεί κανείς το τέλος των άλλων. Καμιά φορά ακολουθούσαν και φορεία πίσω από τις φάλαγγες. Πάνω σ’ αυτά βρίσκονταν οι κατάκοιτοι, οι ετοιμοθάνατοι, οι ετοιμόγεννες και γενικά όλοι οι βαριά ασθενείς, που οι συγγενείς τους είχαν προβλέψει και μπόρεσαν να ετοιμάσουν ένα φορείο. Αλλιώς, θα σέρνονταν κι αυτοί με τα πόδια. Άνεμος άγριος σαρώνει μες στη μνήμη μου εκείνη την Εγνατία.
Πάντως, οι εβραίοι είχαν μυριστεί απ’ το προηγούμενο βράδυ τον άμεσο κίνδυνο. Αργά τη νύχτα βούιζε από ψαλμούς η γειτονιά μας. Η γειτονιά τους, μάλλον έπρεπε να πω, μια κι αυτοί είχαν την πλειοψηφία. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο είχε ανακηρυχτεί σε προσωρινό γκέτο. Μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα της άνοιξης αφουγκραζόμασταν τη βουή. Από παντού ανέβαιναν σπαραχτικές δεήσεις προς τον σκληρόκαρδο Γιεχωβά. Στους δρόμους ερημιά απόλυτη και στις γωνιές του γκέτο μας μάτσο οι φρουροί χωροφύλακες. Πάνω απ’ τις στέγες ένας καπνός, θαρρείς, πλανιόταν, κάτι το θολό.
Και τις προηγούμενες, βέβαια, νύχτες ακουγόνταν συχνά ψαλμοί, μα ήτανε πνιγμένοι και μακρόσυρτοι. Δεν είχαν αυτόν τον ομαδικό σπαραγμό, την πίεση αυτή για άμεση βοήθεια. Άλλωστε, προηγουμένως ακουγόνταν καμιά φορά και τραγούδια, ακόμα και παλαμάκια. Παντρεύονταν αράδα οι νέοι τους. Μπροστά στην απειλή του ξεριζωμού ενώνονταν μια ώρα αρχύτερα οι ερωτευμένοι. Εξάλλου είχε κυκλοφορήσει έντονα η φήμη πως τους παντρεμένους αλλιώς θα τους μεταχειρίζονταν. Έκαμναν πως και πως να συγγενέψουν μαζί μας, μα ούτε στα τρελοκομεία δεν θα μπορούσαν να βρουν γαμπρούς ή νύφες έλληνες εκείνη τη στιγμή. Εντούτοις θρυλούνται μερικοί τέτοιοι γάμοι.
Όταν οι φάλαγγες της γειτονιάς μας χάθηκαν, ξεκίνησα για το σχολείο. Οι χωροφύλακες στη γωνιά δε μ’ άφηναν να περάσω. Είχα μαζί μου μια παλιά ταυτότητα της Νεολαίας• τους την έδειξα και βγήκα. Δεν θα μπορούσα να είμαι εβραιγάκι;
Στο σχολειό τα περισσότερα παιδιά ξέρανε λίγο πολύ τι είχε γίνει. Ιδιαίτερη συγκίνηση όμως δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε κι ας είχαμε εβραίους συμμαθητές. Το μάθημα έγινε κανονικά. Στο διάλειμμα μερικά παιδιά έψαλαν τον πανεβραϊκό ύμνο, που το λέγαν πάνω σε γνωστό, βέβαια, σκοπό, με σπασμένα ελληνικά και σερνάμενη τη φωνή, όπως μιλούσαν οι ισπανοεβραίοι. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη στροφή του:
Όταν θα πάμε εις το Σαλονίκα,
θα βρούμε σπίτι αντειανός,
θ’ αρχίσει πάλι το παλιό ντουλείκα
για να ζήσει το Τζιντιός.
Τα παιδιά αυτά λίγα και μάλλον ανόητα. Όπως ανόητοι μα όχι και τόσο λίγοι ήταν και οι μεγάλοι εκείνοι, έμποροι ιδίως, που ανακουφίστηκαν τότε. Αφήνω τους διάφορους προδότες και τους ημιπαράφρονες θαυμαστές των χιτλερικών, που δόξα τω Θεώ ποτέ δε μας έλειψαν. Ευτυχώς μας ξεπλένουν, θαρρώ, κι απ’ αυτό ορισμένες πράξεις υψηλής θυσίας.
Το μεσημέρι, όταν γύριζα, κόσμος και κακό ήταν στη γειτονιά μας. Οι γερμανοί είχαν αποσυρθεί, όχι όμως κι οι χωροφύλακες. Τώρα γίνονταν το γιάγμα απ’ τα κύματα της φτωχολογιάς και των γύφτων. Όμως που και που έπεφτε κι από κανένας πυροβολισμός γι’ αυτό όλοι τους ήταν βιαστικοί και σκιαγμένοι. Είδα γύφτο να τρέχει στην πλατεία μ’ ένα αδειανό συρτάρι στα χέρια. Άλλον με βιβλία βαριά, κι έναν τρίτο μ’ ένα παντζούρι διαλυμένο σχεδόν. Τι τα ήθελαν αυτά τα πράγματα; Απ’ το σπίτι μας είχαν βγάλει ως και τις πόρτες απ’ το διαμέρισμα των εβραίων. Και με την ευκαιρία έκλεψαν όλους τους γλόμπους και τα παραθυρόφυλλα της σκάλας. Για χρόνια έμπαινε από κει η βροχή και το κρύο.
Μπήκα με φόβο στο ορθάνοιχτο διαμέρισμα. Ήταν ολότελα ξεγυμνωμένο. Σκουπίδια, χαρτιά, γιομίδια, πούπουλα σκορπισμένα χάμω. Και στην κουζίνα τα πλακάκια όλα ξηλωμένα. Ψάχναν τα κτήνη για το θησαυρό.
Πήγα στο μέρος. Απ’ το φόβο μου ίσως είχα κοιλόπονο δυνατό. Πολλά βιβλία σχολικά ήταν πεταμένα μέσα στη μπανιέρα. Τα μάζεψα όχι χωρίς καμία ικανοποίηση. Από βιβλία ήμουν φοβερά φτωχός. Αρκετά είχαν το όνομα του Ίζου απάνω.
Μέσα στου Ίζου το δωμάτιο μονάχα το καφετί σιδερένιο κρεβάτι του είχε απομείνει. Σίγουρα, δεν το είχαν αρπάξει γιατί είχε πολλές σούστες σπασμένες. Όταν το είδα, σαν αν ξαναείδα τον Ίζο μπροστά μου. Ανέβηκα απάνω του και το είπα: ήθελα το κρεβάτι του. Με δυσκολία κατέβηκαν να με βοηθήσουν. Ήταν άλλωστε όλοι τους πλαγιασμένοι απ’ την πρωινή ταραχή. Το ανεβάσαμε, δέσαμε γερά τις σούστες του και κατόπι το ζεματίσαμε για τους κοριούς. Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό από το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή που άρχισαν τα μεγάλα μαρτύρια του Ίζου.
Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια. Όλες τις χαρές –ποιες χαρές;– και τ’ ατέλειωτα μαρτύρια της νιότης μου. Εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, τα άγχη, και το κρεβάτι ξαναπήρε απ’ τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει. Προσπαθώντας να αυτοθεραπευτώ –πράγμα που θαρρώ πως σχεδόν τα κατάφερα– αμέτρητες οργιαστικές σκηνές και συνθέσεις έχω στήσει πάνω σ’ αυτό. Μια αόρατη, θαρρείς, παρουσία μ’ έριχνε σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό παροξυσμό. Κάθε βράδυ και κάτι άλλο, κάτι καινούργιο και πιο τολμηρό ή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις, νέες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Όταν παράγινε εκείνο το κακό, και μπλέχτηκαν ερωτισμοί, αυτοερωτισμοί, διαβάσματα, ανέχειες, κρίσεις θρησκευτικές, που μου τις δημιούργησαν πρόωρα κάτι ολέθριοι τύποι, έφτασα στο σημείο ν’ αποδίδω το κατάντημά μου ακόμα και στο κρεβάτι του Ίζου. Το καταραμένο αυτό κλινάρι είχε φάει τον Ίζο, τώρα πήγαινε να φάει κι εμένα.

Γιώργος Ιωάννου, Η Σαρκοφάγος: πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα, 1971¹, σ. 46-51.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου