Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Τσαγκάρης, «Φυσάει» (ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης), MINOS, 1993

 1. Χρωματίζω πουλιά

Τόσα άστρα και γώ να λιμοκτονώ
χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν,
και περιμένω να κελαηδήσουν
γιατί χειμώνιασε

Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ
κάνε λοιπόν κύριε
να ʽχει κανείς ένα φίλο
δος του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε

`

*

2. Αλλά τα βράδια

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου

`

*

3. Λοιπόν τι κάνουμε εδώ

Λοιπόν τι κάνουμε εδώ
και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος.
Όμως απόψε βιάζομαι απόψε
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της
ν’ ακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη.

Α, ωραίο – Α, ωραίο
να ‘σαι μοναχός
να ‘σαστε δυο,
να ‘μαστε όλοι να ‘μαστε όλοι.

Α, ωραίο – Α, ωραίο
να ‘σαι μοναχός
να ‘σαστε δυο ,
να ‘μαστε όλοι
να ‘μαστε όλοι.

`

*

4. Μες την αγάπη μας

Ναι αγαπημένη μου ναι
πολύ πριν να σε συναντήσω
σε περίμενα. Μες την αγάπη μας,
μες την αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι – ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα – μια φυσαρμόνικα.

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες από χρόνια.
Μες την αγάπη μας, μες την αγάπη μας
είναι ένα δροσερό κλωνάρι,
ένα σπουργίτι -ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα – μια φυσαρμόνικα.

Ναι είχες ζήσει πολύ μέσα στα όνειρα μου,
αγαπημένη μου, αγαπημένη μου.
Μες την αγάπη μας, μες την αγάπη μας
είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι -ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα – μια φυσαρμόνικα.

`

*

5. Φυσάει

Το έθνος μας απειλείται!
Υπέρ βωμών και εστιών.
Μα πρέπει να συντομεύουμε Εξοχότατε,
μας περιμένουν για το τσάι!
Ένθα ουκ εστί πόνος ου λύπη

Ένας ζητιάνος ξύνει τ’ αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων.

Σκασμός, σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.

Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός!!! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!

Πρέπει να εξοπλισθώμεν δια να διασφαλίσουμε
την ασφάλεια του έθνους…
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες
Ω! sorry! Ε, με συγχωρείτε!
Η ελευθερία της πατρίδας ήθελα να πω

S. O. S.

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει.

S.O.S.

Δως μου το χέρι σου φυσάει
Δως μου το χέρι σου

`

*

6. Πού είσαι

Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε;έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε..

‘Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!’, έγραφε
‘Αγαπώ άλλον;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε

Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε

«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ‘ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: ”Αγαπώ άλλον!”
“Θα αγαπώ άλλον”;
Που είσαι;
Που να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Που είσαι;

`

*

7. Τραγουδάω

Το τραγούδι μου είναι
ένα κούτσουρο χοντρό
Ένα κουρέλι μάλλινο

Τραγουδάω όπως
τραγουδάει το ποτάμι
Όπως γεννιέται κανείς
Όπως κρυώνει κανείς

Τραγουδάω
Τραγουδάω την ελπίδα
που δεν έχει χρώμα,
τραγουδάω εσάς.

τραγουδάω το αίμα
που παντού στη γη
είναι κόκκινο,
τραγουδάω εσάς

`

*

8. Επίλογος

Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.

“Που να πάω”

Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.

“Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν”

Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.

“Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι”

Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

“Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.”

Κύριε, μάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
“μια μικρή ανεμώνη.” έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ‘χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ’ όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ήτανε πάντοτε αλλού.

Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

“Sos, Sos, Sos, Sos
Φυσάει απόψε φυσάει,
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω από τις γέφυρες φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.

Φυσάει απόψε φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.

Δώσ’ μου το χέρι σου φυσάει,
δώσ’ μου το χέρι σου


Αναδημοσίευση από το Ποιείν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου