«Είναι κι άλλα παιδιά στα παραγκάκια του Λονδίνου»
Νίκος Παππάς
Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.
Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.
Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!
Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.
Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…
Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.
[Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη
σε επιμέλεια Μάρκου Μέσκου]
Νίκος Παππάς
Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.
Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.
Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!
Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.
Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…
Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.
[Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη
σε επιμέλεια Μάρκου Μέσκου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου