Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Βενέζης-Το Νο 31328

 «- Τσικάρ! (βγάλ’ το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.

Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.

– Τσικάρ! (βγάλ’ το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.

Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται. ’ρχισα κ’ εγώ. «Τσικάρ! τσικάρ!» φώναζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. Σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παράμερα. Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά:

– Αργύρη!… Αργύρη!…

Μια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.

– Ηλία!… Ηλία!… Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις…

Αγκαλιαζούμαστε γι’ αυτή την αναπάντεχη χαρά.

– Θα ζήσουμε… θα ζήσουμε!… έλεγε δακρυσμένος.

– Θα ζήσουμε, έλεγα κ’ εγώ.

[...]

Ανέλπιστα, μια μέρα δε μας βγάλανε για δουλειά.

-Τι τρέχει; Και την άλλη τα ίδια.

Δεν μπορούμε να το ξηγήσουμε. Τέλος το μαθαίνουμε: Θα ‘ρχόταν μια επιτροπή, ένας Σπανιόλος λέει, Ντελλάρα τ’ όνομα, να μας δει πώς τα πάμε.

– Αλήθεια, μωρέ παιδιά μου; Ταυριά δεν είναι που έχουνε κει κάτου στην πατρίδα του;

Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες.

Ο Ντελλάρα σα θα ‘ρχόταν θα φούμερνε ένα πούρο. Μες στο «βαγκόν-λι». Θα κοίταζε απ’ το παραθυράκι όξω και θ’ αποθαύμαζε το τοπίον. Εκεί, άξαφνα, μπορούσε να προσέξει τα κουφάρια. Κεραμιδαριό η έκσταση! Λοιπόν η δουλειά μας όλη τη μέρα ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν, προς τα μέσα. Να μη φαίνουνται.

Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν κι αστεία.

– Τι βαστάς; ρωτούσε ένας.

Ο άλλος κοιτάζει την αγκαλιά του. Περπατά και μετρά:

– Δυo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Έξι χτένια.

-Αρσενικοί, για θηλυκοί;

– Σαν αρσενικοί μοιάζουν.

– Δεν ψούνισες καλά, σύντροφε!

– Γιατί;

Ο άλλος δείχνει θριαμβευτικά τη δική του αγκαλιά:

– Κοίτα δω! Μια λεκάνη, δυο λεκάνες, τρεις λεκάνες! Και μοιάζει όλο γυναικείο πράμα….»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου