«Μικρά Σύρτις»
( στ.505-528)
Αὐτὸς ὁ πρῶτος πετεινὸς ὁ νυχοποδαράτος
Μὲ τὰ μπλιμπλιὰ μὲ τὰ λειριὰ καὶ μὲ τὰ φυσεκλίκια του
Μὲ ὅλα τοῦ δάσους τὰ κλαριὰ καὶ μὲ τῆς θάλασσας τὰ
φύκια
Μὲ τὸ ἄναμμα τῆς τσακμακόπετρας καὶ τὸ μπαρούτι
τοῦ φτεροῦ
Μὲ τὸ ναργιλὲ τῆς οὐρᾶς του καὶ μὲ τὴ χάντρα τοῦ
ματιοῦ
Μὲ ὅλες τὶς κουρελοῦδες ὅσες πλένουν στὰ ποτάμια
τοῦ Μοριᾶ
Μὲ τὴν κολοκύθα τῆς γούσας του καὶ μὲ τοῦ ποδαριοῦ
τὰ σαμντάνια
Βρεμένος ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φεγγαριοῦ κι ἀπὸ τῆς νύχτας
τὶς δροσιὲς
Μυρισμένος ἀπὸ δεντρολίβανα κι ἀπὸ τὰ τυφλοχόρταρα
τῆς γῆς
Τσιμπολογῶντας τριχωτὰ σκουλήκια μέσα στὸ κομμένο
λεμόνι τῆς βροχῆς
Μὲ τὸ ζουνάρι του ἀπλωμένο τρίδιπλο στὴ μέση
Σέρνοντας στὸ πλευρὸ τῶν καπιταναραίων τὸ γιαταγάνι
Μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ λαγοῦτα τῶν συμπεθεριῶν του
Μὲ τὰ πλουμίδια τῆς φωτιᾶς καὶ τὰ μαλλιὰ Μανιάτισσας
Μὲ τοῦ λαιμοῦ τὶς λινομέταξες καπνοσακοῦλες
Μὲ ὅλα τὰ χρώματα δετὸς τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ
Ποὺ ματωμένος θεμελιώνεται ὅπως τοῦ πρωτομάστορα
ἡ γυναίκα
Αὐτὸς ὁ κόκορας μπαϊράκι τῆς μεγάλης μάχης
Ποὺ τὶς κοιμήθηκε ὅλες κινεζάκια πετρωτὲς καὶ γδυ-
μνολαῖμες
Μὰ ποὺ δὲν ἔσβησε καμιὰ τὸ σερνικὸ καημὸ του
Γιατὶ ‘θελε νὰ ξεπαστρέψει ὁλόκληρο τὸ θηλυκό
Σκύλες γυναῖκες τὸν ἐπιάσανε στὸ γύρο τῆς ποδιᾶς τους
Μὲ μπαμπεσιὰ τὸν πιάσανε τὸν ἡλιο ποὺ ἐκαμάρωνε
Καὶ πᾶ νὰ τόνε σφάξουνε στὸ γάμο μιᾶς μοναχοκόρης.
Μὲ τὰ μπλιμπλιὰ μὲ τὰ λειριὰ καὶ μὲ τὰ φυσεκλίκια του
Μὲ ὅλα τοῦ δάσους τὰ κλαριὰ καὶ μὲ τῆς θάλασσας τὰ
φύκια
Μὲ τὸ ἄναμμα τῆς τσακμακόπετρας καὶ τὸ μπαρούτι
τοῦ φτεροῦ
Μὲ τὸ ναργιλὲ τῆς οὐρᾶς του καὶ μὲ τὴ χάντρα τοῦ
ματιοῦ
Μὲ ὅλες τὶς κουρελοῦδες ὅσες πλένουν στὰ ποτάμια
τοῦ Μοριᾶ
Μὲ τὴν κολοκύθα τῆς γούσας του καὶ μὲ τοῦ ποδαριοῦ
τὰ σαμντάνια
Βρεμένος ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φεγγαριοῦ κι ἀπὸ τῆς νύχτας
τὶς δροσιὲς
Μυρισμένος ἀπὸ δεντρολίβανα κι ἀπὸ τὰ τυφλοχόρταρα
τῆς γῆς
Τσιμπολογῶντας τριχωτὰ σκουλήκια μέσα στὸ κομμένο
λεμόνι τῆς βροχῆς
Μὲ τὸ ζουνάρι του ἀπλωμένο τρίδιπλο στὴ μέση
Σέρνοντας στὸ πλευρὸ τῶν καπιταναραίων τὸ γιαταγάνι
Μὲ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ λαγοῦτα τῶν συμπεθεριῶν του
Μὲ τὰ πλουμίδια τῆς φωτιᾶς καὶ τὰ μαλλιὰ Μανιάτισσας
Μὲ τοῦ λαιμοῦ τὶς λινομέταξες καπνοσακοῦλες
Μὲ ὅλα τὰ χρώματα δετὸς τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ
Ποὺ ματωμένος θεμελιώνεται ὅπως τοῦ πρωτομάστορα
ἡ γυναίκα
Αὐτὸς ὁ κόκορας μπαϊράκι τῆς μεγάλης μάχης
Ποὺ τὶς κοιμήθηκε ὅλες κινεζάκια πετρωτὲς καὶ γδυ-
μνολαῖμες
Μὰ ποὺ δὲν ἔσβησε καμιὰ τὸ σερνικὸ καημὸ του
Γιατὶ ‘θελε νὰ ξεπαστρέψει ὁλόκληρο τὸ θηλυκό
Σκύλες γυναῖκες τὸν ἐπιάσανε στὸ γύρο τῆς ποδιᾶς τους
Μὲ μπαμπεσιὰ τὸν πιάσανε τὸν ἡλιο ποὺ ἐκαμάρωνε
Καὶ πᾶ νὰ τόνε σφάξουνε στὸ γάμο μιᾶς μοναχοκόρης.
Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004)
«Μικρά Σύρτις» ,1955.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου