Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
με δάχτυλα ξεπαγιασμένα μαστίζει τα μαλλιά μου,
πιασμένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόμο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη.
Πουλιά χαλούν τον κόσμο την ακτή,
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειμώνα,
κι ανάστατη η καρδιά μου τρομάζει τη λαλιά της,
χύνει το αίμα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις.
με δάχτυλα ξεπαγιασμένα μαστίζει τα μαλλιά μου,
πιασμένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόμο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη.
Πουλιά χαλούν τον κόσμο την ακτή,
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειμώνα,
κι ανάστατη η καρδιά μου τρομάζει τη λαλιά της,
χύνει το αίμα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις.
Επιπρόσθετα, κλεισμένος σ’ έναν πύργο λεκτικό,
επισημαίνω προς το βάθος του ορίζοντα να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, με ρίζες
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υπομνήσω,
κι άλλοι με λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω.
επισημαίνω προς το βάθος του ορίζοντα να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, με ρίζες
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υπομνήσω,
κι άλλοι με λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω.
Πίσω απ’ το βάζο με τις φτέρες αιωρείται το εκκρεμές,
μου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το μήνυμα του νεύρου
πετάει στης πλάκας την αιχμή, το πρωινό αναγγέλλει
στον κόκορα ποιος άνεμος φυσάει.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σημεία των αγρών·
σηματωρός χορτάρι, που μου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο μάτι αποχωρίζεται χειμώνα και σκουλήκι.
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.
μου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το μήνυμα του νεύρου
πετάει στης πλάκας την αιχμή, το πρωινό αναγγέλλει
στον κόκορα ποιος άνεμος φυσάει.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σημεία των αγρών·
σηματωρός χορτάρι, που μου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο μάτι αποχωρίζεται χειμώνα και σκουλήκι.
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.
Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
(κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω
απ’ του φθινόπωρου τα μάγια,
με γλώσσα αράχνη, αντίλαλους λόφων Ουαλικών)
παραδέρνει τα χωράφια με γροθιές-γροθιές γογγύλια,
κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω με απάνθρωπες κουβέντες.
Έτσι μαραίνεται η καρδιά που προμηνούσε ανέμων χαλασμό:
συλλαβίζει της αιμάτινης χημείας τον καλπασμό.
Άκου, πλάι στη θάλασσα, τα σκοτεινά φωνήεντα πουλιά.
(κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω
απ’ του φθινόπωρου τα μάγια,
με γλώσσα αράχνη, αντίλαλους λόφων Ουαλικών)
παραδέρνει τα χωράφια με γροθιές-γροθιές γογγύλια,
κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω με απάνθρωπες κουβέντες.
Έτσι μαραίνεται η καρδιά που προμηνούσε ανέμων χαλασμό:
συλλαβίζει της αιμάτινης χημείας τον καλπασμό.
Άκου, πλάι στη θάλασσα, τα σκοτεινά φωνήεντα πουλιά.
Dylan Thomas (27 Οκτωβρίου 1914 – 9 Νοεμβρίου 1953)
Ντύλαν Τόμας, «Το χρώμα της λαλιάς», Υποενότητα: 18 Ποιήματα (1934) .Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
, Αθήνα: Ερατώ 2003,σελ. 36-38.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου