Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
βουβές,
κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
βουβές,
κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης
Στέλνει τα δευτερόλεπτα
εδώ
κι εκεί,
και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,
τρυφεροί
και μισοζώντανοι,
Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,
Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια
Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,
Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,
Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές
Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.
Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,
Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,
Κι έφεραν τους λογαριασμούς.
Αδύνατον
Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,
Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη
Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.
1958
Arsenij Tarkovskij ( 1907-1989)
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου