Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Thomas Bernhard - Βιογραφία του πόνο


Εκεί που χθες κοιμήθηκα, σήμερα είναι αργία. Μπροστά στην είσοδο
είναι οι καρέκλες στοιβαγμένες και κανένας, που τον ρωτώ για μένα, δεν με έχει δει.
Πέταξαν τα πουλιά ψηλά να γράψουν το πρόσωπο μου στα σύννεφα
πάνω απ΄το σπίτι μου και πάνω από τον κήπο των νεκρών.
Μίλησα με τους νεκρούς, είπα για τους κιθαρισμούς της ζωής,
που δεν βγάζει το στόμα τους πια ούτε τα χείλη τους,
που μιλάνε μια γλώσσα που προσβάλλει το σκυλί του ξαδέλφου μου.
Η γη μιλά μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανείς,
γιατί ΄ναι ανεξάντλητη – της άρπαξα αστέρια και πύον
σε ώρες απελπισίας
και ήπια απ΄τη στάμνα της κρασί,
που ωρίμασε απ΄τους πόνους μου.
Αυτοί οι δρόμοι οδηγούν στην εξορία. Ακούω το Θεό
πίσω από ένα τζάμι και το διάβολο από ένα μεγάφωνο΄
ταυτόχρονα και οι δυο αγγίζουν την καρδιά μου,
που αναγγέλλει την ήττα των ψυχών.
Ακατάπαυστα στροβιλίζονται στα σοκάκια τα φύλλα
και φέρνουν την καταστροφή κάτω από τα μνημεία.
Θέλω να ονειρευτώ τον Οκτώβρη τη βλάστηση.
Κάτω από την πόρτα του σπιτιού είναι γραμμένη μια εντολή –
η εντολή:
«Ου φονεύσεις»
…όμως υπάρχουν κάθε μέρα τρεις φόνοι στην εφημερίδα,
που θα μπορούσαν να έχουν γίνει από μένα ή κάποιον φίλο μου.
Σαν παραμύθι τους διαβάζω
πηγαίνοντας από τη μία μαχαιριά στην άλλη, χωρίς να πλήττω.
Όσο αυτοί συγχέουνε τη σάρκα με τη φήμη, η ψυχή μου κοιμάται
υπό την κίνηση των χειρών του Θεού.

Thomas Bernhard (1931-1989)
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου