I
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι/ Διότι δεν ελπίζω
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω
Του ενός το χάρισμα ζητώντας και του άλλου το σκοπό
Τώρα δε μάχομαι να μάχομαι για τέτοια
(Γιατί ο γερο- αετός ν’ ανοίγει τα φτερά του;)
Γιατί να πενθώ/ Την αφανισμένη δύναμη της κοινής βασιλείας;
Διότι δεν ελπίζω να γνωρίσω πάλι
Την ανάπηρη δόξα της θετικής ώρας/ Διότι δεν νομίζω
Διότι γνωρίζω πως δε θα γνωρίσω
Την μια κι αληθινή πρόσκαιρη δύναμη
Διότι δεν μπορώ να πίνω
Εκεί, που ανθίζουν δέντρα, και πηγές κυλούν, αφού τίποτε
δεν υπάρχει πάλι
Διότι γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Και ο τόπος είναι πάντα και μόνο τόπος
Και ότι είναι τωρινό είναι τωρινό για μόνο μια φορά
Και μόνο για έναν τόπο
Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι και
Απαρνούμαι την ευλογημένη μορφή/ Κι απαρνούμαι την φωνή
Διότι δεν μπορώ να ελπίζω να γυρίσω πάλι
Χαίρομαι συνεπώς, έχοντας να οικοδομήσω κάτι
Πάνω στο οποίο χαίρομαι
Και προσεύχομαι στο Θεό να ‘χει έλεος επάνω μας
Και προσεύχομαι στο Θεό να μπορώ να λησμονήσω
Τα θέματα που συζητώ τόσο πολύ με τον εαυτό μου
Τόσο πολύ εξηγώ/ Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Ας αποκριθούν αυτές οι λέξεις
Για ό,τι έγινε, να μη γίνει πάλι
Μήπως η κρίση δεν είναι τόσο βαριά πάνω μας
Διότι τούτα τα πτερά δεν είναι πια πτερά για να πετούν,
Μα μονάχα ριπίδια να κτυπούν τον αέρα
Τον αέρα που που είναι τώρα ολότελα μικρός και στεγνός
Μικρότερος, στεγνότερος κι από την βούληση
Δίδαξέ μας μέριμνα κι όχι μέριμνα
Δίδαξέ μας να μένουμε ακίνητοι.
Προσεύχου για μας αμαρτωλούς τώρα και στην ώρα του
θανάτου μας/ Προσεύχου για μας τώρα και στην ώρα του θανάτου μας.
...................................................................................................................................................................
III
Στο πρώτο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Γύρισα κι είδα κάτω·
Το ίδιο σουλούπι έστριβε το κάγκελο
Κάτω απ’ την άχνα του όζοντος αέρα
Παλεύοντας με το δαιμόνιο των σκαλιών, φορώντας
Την απατηλή μορφή ελπίδας και απελπισίας.
Στο δεύτερο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Τους άφησα χορεύοντας, γυρίζοντας πιο κάτω
Δεν ήταν άλλες πια μορφές και η σκάλα σκοτεινή
Βρεμένη, οδοντωτή σαν στόμα γέρου που σαλιάριζε αδιόρθωτο
Ή με οισοφάγο δοντιασμένο γηραλέου σκυλόψαρου.
Στο πρώτο γύρισμα της τρίτης σκάλας
Ήταν αμπαρωμένο ένα παράθυρο σαν φουσκωμένο σύκο
Και περ’ από την ανθισμένη τρικοκκιά και μια σκηνή βοσκής
Ή ανοικτόπλατη μορφή ντυμένη μπλε και πράσινο
Σαγήνευε τον Μάη με αρχαίο σουραύλι.
Κόμη ανθισμένη είναι γλυκιά, κόμη απ’ το στόμα φυσιγμένη,
Λιλά και κόμη καστανή
Απόσπαση, μουσική του αυλού, σταμάτημα και βήματα
του νου πάνω απ’ την Τρίτη σκάλα,
Σβήνοντας, σβήνοντας, δύναμη πέρα ελπίδας και απελπισιάς
Αναρριχώμενη την τρίτη σκάλα.
Κύριε, δεν είμαι άξιος
Κύριε, δεν είμαι άξιος
μα πες την λέξη μόνο
...................................................................................................................................................
IV
Αν η χαμένη λέξη, αν η ξοδευμένη λέξη είναι χαμένη
Αν η ανήκουστη, ανείπωτη/ Λέξη ανείπωτη, ανήκουστη
Είναι ακόμη η ανείπωτη λέξη, ο Λόγος ανήκουστος
Ο Λόγος χωρίς λέξη, Λόγος εντός/ Του κόσμου για τον κόσμο
Και το φως έλαμψε στο σκοτάδι και
Κατά του Λόγου ο ανήσυχος κόσμος ακίνητος γυρνούσε
Περί το κέντρο του σιωπηλού Λόγου.
Ω λαέ μου, τι εποίησά σε.
Πού θα βρεθεί η λέξη, πού η λέξη
Θ’ αντιλαλήσει; Όχι εδώ, δεν υπάρχει αρκετή σιωπή
Όχι στη θάλασσα και στα νησιά, όχι
Στην ενδοχώρα, στην έρημο ή στα βροχοτόπια,
Γι’ αυτούς που περπατούν στα σκοτεινά
Την ημέρα και τη νύχτα στον χρόνο της νύχτας
Ο σωστός χρόνος κι ο σωστός τόπος δεν ειν’ εδώ
Ούτε τόπος χάρης γι’ αυτούς που αποφεύγουν τη μορφή
Ούτε χρόνος να χαρούν γι’ αυτούς που περπατούν στον θόρυβο
κι αρνούνται την φωνή./ Μήπως η πεπλοφόρος αδελφή προσευχηθεί
Για κείνους που βαδίζουν στο σκοτάδι, που επέλεξάν σε και
σε μάχονται/ Κι εκείνους που σπαράζουν στο καβούκι τους
μεταξύ εποχής, χρόνου και χρόνου, μεταξύ
Ώρας και ώρας, λέξης και λέξης, δύναμης και δύναμης,
εκείνους που προσμένουν
Στο σκοτάδι; Η πεπλοφόρος αδελφή θα προσευχηθεί
Για παιδιά στην πύλη
Που δεν θα παν μακριά κι ούτε θα προσευχηθούν:
Προσεύχου γι’ αυτούς που επέλεξαν και μάχονται
Ω λαέ μου, τι εποίησά σε.
Μήπως η πεπλοφόρος αδελφή στους γλίσχρους
Σμίλακες προσευχηθεί γι’ αυτούς που την προσέβαλαν
Και είναι τρομοκρατημένοι και δεν μπορούνε να παραδοθούν
Και βεβαιούν μπροστά στον κόσμο κι αρνούνται μεταξύ των βράχων
Στην ύστερη έρημο, στους ύστερους γαλάζιους βράχους
Την έρημο στον κήπο, τον κήπο μες στην έρημο
Της στέγνιας, φτύνοντας απ’ το στόμα τον ξερό μηλόσπορο.
Ω λαέ μου…….
Thomas Stearns Eliot ( 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965)
Πηγή: Τ. Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα. Ελληνική μεταγλώττιση -Εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαϊδης, εκδόσεις Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου