Ophelie
ISur l'onde calme et noire où dorment les étoiles
La blanche Ophélia flotte comme un grand lys,
Flotte très lentement, couchée en ses longs voiles...
-- On entend dans les bois lointains des hallalis.
Voici plus de mille ans que la triste Ophélie
Passe, fantôme blanc, sur le long fleuve noir;
Voici plus de mille ans que sa douce folie
Murmure sa romance à la brise du soir.
Le vent baise ses seins et déploie en corolle
Ses grands voiles bercés mollement par les eaux;
Les saules frissonnants pleurent sur son épaule,
Sur son grand front rêveur s'inclinent les roseaux.
Les nénuphars froissés soupirent autour d'elle;
Elle éveille parfois, dans un aune qui dort,
Quelque nid, d'où s'échappe un petit frisson d'aile:
-- Un chant mystérieux tombe des astres d'or.
II
ô pale Ophélia! belle comme la neige!
Oui tu mourus, enfant, par un fleuve emporté!
-- C'est que les vents tombant des grands monts de Norvège
T'avaient parlé tout bas de l'âpre liberté;
C'est qu'un souffle, tordant ta grande chevelure,
A ton esprit rêveur portait d'étranges bruits;
Que ton coeur écoutait le chant de la nature
Dans les plaintes de l'arbre et les soupirs des nuits;
C'est que la voix des mers folles, immense râle,
Brisait ton sein d'enfant, trop humain et trop doux;
C'est qu'un matin d'avril, un beau cavalier pâle,
Un pauvre fou, s'assit muet à tes genoux!
Ciel! Amour! Liberté! Quel rêve, ô pauvre folle!
Tu te fondais à lui comme une neige au feu:
Tes grandes visions étranglaient ta parole
-- Et l'infini terrible effara ton oeil bleu !
III
-- Et le poète dit qu'aux rayons des étoiles
Tu viens chercher, la nuit, les fleurs que tu cueillis,
Et qu'il a vu sur l'eau, couchée en ses longs voiles,
La blanche Ophélia flotter, comme un grand lys.
[1870]
..............................................................................................................................................................................
ΟΦΗΛΙΑ
Ι
Πάνω σε κύματα ήρεμα όπου κοιμούνται αστέρια
Σαν τα μεγάλα κρίνα, πλέει η Οφηλία η λευκή·
Πλέει απαλά πλαγιάζοντας πάνω στα μακριά της πέπλα .
-Και μέσα στα μακρινά τα δάση ακούγονται αλαλαγμοί.
Σαν τα μεγάλα κρίνα, πλέει η Οφηλία η λευκή·
Πλέει απαλά πλαγιάζοντας πάνω στα μακριά της πέπλα .
-Και μέσα στα μακρινά τα δάση ακούγονται αλαλαγμοί.
Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η λυπημένη Οφηλία
Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε ποτάμι μελανό·
Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η γλυκιά της τρέλα
Τραγούδι μουρμουρίζει στον άνεμο το βραδινό.
Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε ποτάμι μελανό·
Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η γλυκιά της τρέλα
Τραγούδι μουρμουρίζει στον άνεμο το βραδινό.
Η αύρα τα στήθη της φιλά, και ένα στεφάνι πλέκει
Με τα πέπλα τα μεγάλα της που τα λικνίζουνε νερά νωχελικά·
Οι τρέμουσες ιτιές στους ώμους της θρηνούνε,
Στο ονειροπόλο της μέτωπο υποκλίνεται η καλαμιά.
Με τα πέπλα τα μεγάλα της που τα λικνίζουνε νερά νωχελικά·
Οι τρέμουσες ιτιές στους ώμους της θρηνούνε,
Στο ονειροπόλο της μέτωπο υποκλίνεται η καλαμιά.
Γύρω της τα τσαλακωμένα νούφαρα αχολογούνε·
Πότε-πότε ξυπνά μέσα στη σκλήθρα όπου κοιμάται,
Μία φωλιά απ’ όπου βγαίνουν ρίγη φτερωτά:
-Ένα μυστήριο τραγούδι που πέφτει από τ’ άστρα τα χρυσά
Πότε-πότε ξυπνά μέσα στη σκλήθρα όπου κοιμάται,
Μία φωλιά απ’ όπου βγαίνουν ρίγη φτερωτά:
-Ένα μυστήριο τραγούδι που πέφτει από τ’ άστρα τα χρυσά
ΙΙ
Ω, Οφηλία ωχρή! Όμορφη σαν το χιόνι
Που σε παρέσυρε ο ποταμός και πέθανες παιδί!
Είναι επειδή οι άνεμοι που φύσαγαν απ’ της Νορβηγίας τα όρη
Σου μίλησαν ψιθυριστά για την ελευθερία τη στυφή.
Που σε παρέσυρε ο ποταμός και πέθανες παιδί!
Είναι επειδή οι άνεμοι που φύσαγαν απ’ της Νορβηγίας τα όρη
Σου μίλησαν ψιθυριστά για την ελευθερία τη στυφή.
Είναι επειδή ένα φύσημα που σου έστριψε την μακριά σου κόμη,
Στο ονειροπόλο σου το νου έφερνε ανοίκειους ήχους,
Ενώ η καρδιά σου άκουγε της Φύσεως τους ύμνους
Μες στης νυχτιάς τους στεναγμούς και του δενδριού τους θρήνους·
Στο ονειροπόλο σου το νου έφερνε ανοίκειους ήχους,
Ενώ η καρδιά σου άκουγε της Φύσεως τους ύμνους
Μες στης νυχτιάς τους στεναγμούς και του δενδριού τους θρήνους·
Είναι επειδή η φωνή των θαλασσών της τρέλας, ρόγχος κραταιός,
Ράγισε το παιδικό σου στήθος, το πολύ ανθρώπινο και το πολύ γλυκό·
Είναι γιατί ένα απριλιάτικο πρωί, ένας ιππότης όμορφος και χλωμός,
Στα γόνατά σου έχει καθίσει ο φτωχός τρελός!
Ράγισε το παιδικό σου στήθος, το πολύ ανθρώπινο και το πολύ γλυκό·
Είναι γιατί ένα απριλιάτικο πρωί, ένας ιππότης όμορφος και χλωμός,
Στα γόνατά σου έχει καθίσει ο φτωχός τρελός!
Ω, Ουρανέ! Αγάπη! Ελευθερία! Τί όνειρο φτωχή Τρελή!
Για το χατίρι του έλιωσες όπως στη φωτιά το χιόνι:
Τα μεγάλα σου οράματα τον λόγο σου έχουν πνίξει
-Και το φοβερό το άπειρο στα γαλάζια μάτια σου το φόβο έχει σπείρει!
Για το χατίρι του έλιωσες όπως στη φωτιά το χιόνι:
Τα μεγάλα σου οράματα τον λόγο σου έχουν πνίξει
-Και το φοβερό το άπειρο στα γαλάζια μάτια σου το φόβο έχει σπείρει!
III
-Κι ο Ποιητής λέει ότι στων αστεριών το φέγγος
Τη νύχτα έρχεσαι τα άνθη που έχεις κόψει να γυρέψεις·
Και πως την Οφηλία τη λευκή την έχει δει, στα μακριά της πέπλα
Να ξαπλώνει και να επιπλέει στο νερό ίδια μεγάλος κρίνος.
Τη νύχτα έρχεσαι τα άνθη που έχεις κόψει να γυρέψεις·
Και πως την Οφηλία τη λευκή την έχει δει, στα μακριά της πέπλα
Να ξαπλώνει και να επιπλέει στο νερό ίδια μεγάλος κρίνος.
Arthur Rimbaud (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891)
Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου
..................................................................................................................................................................................
ΟΦΗΛΙΑ
Ι.
Στα ήρεμα και κατάμαυρα νερά εκεί όπου τ’ άστρα αποκοιμιούνται
η λευκή Οφηλία πλέει σα μεγάλο κρίνο,
πλέει πολύ αργά, ξαπλωμένη επάνω στα μακριά της πέπλα
-πέρα στα μακρινά ξερόκλαδα μπορείς ν’ ακούσεις το σάλπισμα του θανάτου.
Για πάνω από χίλια χρόνια η θλιμμένη Οφηλία
περνούσε, άσπρο φάντασμα, το μαύρο ποτάμι.
Για πάνω από χίλια χρόνια η γλυκιά της τρέλα
ψιθύριζε το τραγούδι στο νυχτερινό αγέρι.
Ο άνεμος φιλά το στήθος της και ξεμπλέκει το λουλουδένιο στεφάνι
τα μακριά της πέπλα λικνίζονται στο νερό·
θροΐζοντας η ιτιά δακρύζει στον ώμο της,
τα καλάμια λυγίζουν στο φαρδύ κι ονειρεμένο μέτωπό της.
Τα νούφαρα αναστενάζοντας μπερδεύονται γύρω της·
που και που ξυπνά, στις καλαμιές,
σε κάποια φωλιά δραπετεύουν ήχοι από φτερά
– ένας μυστηριακός ύμνος φτάνει από τα χρυσαφένια άστρα.
ΙΙ.
Ω χλωμή Οφηλία! Όμορφη σαν το χιόνι!
Ναι είσαι νεκρή, μικρή μου, νικημένη απ’ το ποτάμι!
– ήταν ο άνεμος που κατέβηκε από τα μεγάλα βουνά της Νορβηγίας
και σου ψιθύρισε για μιαν άλλη καλύτερη ελευθερία.
Ήταν η ανάσα του ανέμου, που, ανακατεύοντας τα υπέροχα μαλλιά σου,
έφερε στ’ όνειρό σου εκείνη την παράξενη βουή·
ήταν η καρδιά σου που αφουγκραζόταν το τραγούδι της Φύσης
τα βογγητά του δέντρου και τους αναστεναγμούς της νύχτας·
ήταν η φωνή των τρελαμένων θαλασσών, ο μέγας βρυχηθμός,
που θρυμμάτισε την παιδική καρδιά σου, τόσο ανθρώπινη και τόσο γλυκιά·
ήταν μια όμορφη ωχρή νυχτιά, χαράματα τ’ Απρίλη,
που ένας φτωχός τρελός κάθισε βουβός στα γόνατά σου!
Ουρανέ! Έρωτα! Ελευθερία! Τι όνειρο, ω φτωχή μου τρελή!
Που λιώνεις για χάρη του σαν το χιόνι στην φωτιά:
τα μεγάλα σου οράματα πνίγονται μέσα στα λόγια
– και το άλγος του Αέναου τα γαλάζια σου μάτια έχει τρομάξει!
ΙΙΙ.
– κι ο ποιητής είπε ότι μέσα απ’ τ’ αστεριών το φως
έρχεσαι, την νύχτα, αναζητώντας τα λουλούδια που κρατούσες
κι ότι είδε μέσα στο νερό την Λευκή Οφηλία, ξαπλωμένη στα μακριά της πέπλα,
να πλέει, σαν ένα μεγάλο κρίνο.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος
Πηγή:https://www.monocleread.gr/2018/07/23/dyo-poihmata-toy-arthur-rimbaud/?fbclid=IwAR0peStYEdmqU6zSRyT3wfMT8etOoQSgktrNhRtd6Hu1D1Hn28aak1VUGns
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου