Στον Κώστα Βούλγαρη
για τις προσηλώσεις του
Είδα τον Κώστα Καρυωτάκη στο δρόμο.
Μέρα μεσημέρι, απάνω στην κίνηση, τον είδα ολοζώντανο.
«Τι περιμένεις», μου είπε όπως τον κοίταζα άφωνος.
«Το βλέπεις κι ο ίδιος, σ’ έναν κόσμο χαλασμένο
δεν υπάρχει χώρος για ομορφιά, δεν υπάρχει χώρος για τ’ όνειρο.
Γι’ αυτό πάμε να φύγουμε», πρόσθεσε και με πήρε από το χέρι.
«Κάπου θα βρούμε ένα 'κάπου' να σταθούμε.
Να πούμε δυο λόγια της καρδιάς, να πιάσουμε και κάνα τραγούδι
από κείνα της άλλης ξενιτιάς τα λιανοτράγουδα
που κάποτε τ’ άκουγαν και δακρύζαν οι άνθρωποι».
Έτσι είπε μα ήρθε ένα κύμα και τον άρπαξε
Την ώρα που ανοίξαν τα φανάρια.
Κι εγώ δείλιασα όταν εκείνος προχώρησε.
Και τα δαιμονισμένα αυτοκίνητα
μπήκαν ανάμεσά μας και μας χώρισαν.
Κι ούτε που φώναξα τ’ όνομά του
ούτε που έψαξα μέσα στο πλήθος
στάθηκε αρκετό για να τον φέρω πάλι κοντά μου.
Άκουσα μόνο έναν ξερό κρότο.
Κι είδα έναν λυπημένο Άγγελο
ν’ ανεβαίνει στον ουρανό.
Και να σκορπίζει, λιώνοντας σε πολύχρωμες νιφάδες, το σώμα του.
Κι ο κόσμος τότε μου φάνηκε για λίγο αλλιώτικος.
Σαν να είχαν γυρίσει τα χρόνια.
Κι οι δρόμοι να είχαν γεμίσει από δέντρα βαθύσκιωτα.
Και κάποιος σαν να τραγουδούσε από κάπου.
Και το βαθύ μεσημέρι
μοσκοβολούσε.
Σαν να το είχαν ποτίσει με μύρο.
Και να το είχαν ραντίσει με αγίασμα.
Θανάσης Κωσταβάρας (1927-19/10/2007)
«Η μακρινή άγνωστη χώρα»,1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου