Εκεί όπου η μοίρα χορεύει με τις αρχαίες πέτρες,
βλέπω τ’ αγάλματα να στέκουν λυπημένα
μες στους καπνούς κοιτάνε απορημένα.
Κάπνιζε ο τόπος λύπη.
βλέπω τ’ αγάλματα να στέκουν λυπημένα
μες στους καπνούς κοιτάνε απορημένα.
Κάπνιζε ο τόπος λύπη.
Όλα πεθαίνουν, ακόμη και τ’ αγάλματα.
Βλέπω ν’ ανατριχιάζουν αρχαίες κολώνες,
να στάζουν αίμα τ΄ αγάλματα,
γυναικείες θεότητες, σκιές βασιλιάδων,
αθλητές και θεατές να τρέχουν αλαφιασμένοι.
Δρυάδες πεθαίνουν κλαίγοντας
κι ο ποιητής συλλογισμένος,
κρατάει στα χέρια του μαρμάρινο κεφάλι.
Βλέπω ν’ ανατριχιάζουν αρχαίες κολώνες,
να στάζουν αίμα τ΄ αγάλματα,
γυναικείες θεότητες, σκιές βασιλιάδων,
αθλητές και θεατές να τρέχουν αλαφιασμένοι.
Δρυάδες πεθαίνουν κλαίγοντας
κι ο ποιητής συλλογισμένος,
κρατάει στα χέρια του μαρμάρινο κεφάλι.
Κλείσαν όλοι οι δρόμοι.
Λαθρεπιβάτες του χρόνου ανήμποροι
Μέτριοι
Δουλοπρεπείς
παίζουμε στις τσέπες μας
κίβδηλα νομίσματα.
Λαθρεπιβάτες του χρόνου ανήμποροι
Μέτριοι
Δουλοπρεπείς
παίζουμε στις τσέπες μας
κίβδηλα νομίσματα.
Γιάννης Η. Παπάς (1962- ) «Το Ανεκτίμητο Τίποτα», 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου