Μια βρύση με σκουριασμένο λαιμό, χρόνια λησμονημένη πίσω απ’ τα σπάρτα, άρχισε να κελαϊδάει στην ησυχία. Τ’ αστέρια λιγωμένα ξεκόλλαγαν από τον ουρανό, έπεφταν στη γούρνα και ή γούρνα τα ’στελνε στο ποτάμι και το ποτάμι τα ταξίδευε στα περιβόλια με τα θυμωμένα λουλούδια, τις θρεμμένες κάμπιες, τα φουντωμένα καλάμια, στη ζέστη αγκαλιά της Γης.
Ω ζέστη αγκαλιά της Γης, ω ζέστη αγκαλιά της Αγάπης! Θέλω το τραγούδι μου να το οδηγήσω, σαν γυμνασμένος λεμβούχος, εκεί που ο Ήλιος γυρνάει τη ρόδα του και τα λαμπερά γένεια του ανάβουν κόκκινες καντήλες στα κρύα τζάμια, φυτεύουν θανάσιμες πορτοκαλιές ντάλιες στα γυμνά ωραία γυναικεία κορμιά.
Άλλα το χορτάρι σήμερα, πυκνό και παχύ, πράσινο βαθυπράσινο, σκοτεινό και σίγουρο στην εφήμερη αιωνιότητά του, σβήνει τη φωνή μου, πνίγει τα βήματα μου, γυρίζει μέσα μου το ζεστό μου τραγούδι.
Ω ζέστη αγκαλιά της Γης, ω ζέστη αγκαλιά της Αγάπης! Θέλω το τραγούδι μου να το οδηγήσω, σαν γυμνασμένος λεμβούχος, εκεί που ο Ήλιος γυρνάει τη ρόδα του και τα λαμπερά γένεια του ανάβουν κόκκινες καντήλες στα κρύα τζάμια, φυτεύουν θανάσιμες πορτοκαλιές ντάλιες στα γυμνά ωραία γυναικεία κορμιά.
Άλλα το χορτάρι σήμερα, πυκνό και παχύ, πράσινο βαθυπράσινο, σκοτεινό και σίγουρο στην εφήμερη αιωνιότητά του, σβήνει τη φωνή μου, πνίγει τα βήματα μου, γυρίζει μέσα μου το ζεστό μου τραγούδι.
Ε.Χ. Γονατάς (1924 –2006)
Από το βιβλίο «Η Κρύπτη», εκδ. Στιγμή, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου