Ανέβηκες πως ξεφωνίζουν τα πουλιά στον ουρανό
Μα ξαναγύρισες και πάλι εδώ κοντά μου
Τη μέρα εκείνη που δεν ήξερα στην αγκαλιά μου
Κρατούσα ή δεν κρατούσα, εμένα εσύ.
*
* *
Τέτοιο το ουρανοδόξαρο με τα εφτά χρώματα του πόθου
Τέτοια δύναμη τέτοια προσταγή
Καθένας θήραμα και θηρευτής
«Ο δ’ έχων μέμηνεν».
Αυτό που κυνηγούσαμε μια ζωή
Από ένα σε άλλο πρόσωπο, από ένα σε άλλο τόπο
Δεν ήταν απαρχής μήτε τα σύντομα κορμιά
Μήτε οι γυναίκες που αγαπήσαμε πολλές ή μια
Δεν ήταν αργότερα μήτε ακόμα και τα παιδιά μας, όχι
δεν ήταν.
Κάτι βαθύτερο μας πλεύριζε. Δε βλέπαμε-
«Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν».
Αυτό που κυνηγούσαμε μια ζωή
Δε θα το μάθομε ποτέ, το βλέπω.
Μα δεν πειράζει.
Σα να μη συμβαίνει τίποτα
Σα να μην πέφτομε σε τούτο το κυνήγι
Καθένας θήραμα και θηρευτής –
Πάντα θα ηχούν στις ρεματιές της παγανιάς τα βούκινα
Ξοπίσω θα χιμίζουν τα λαγωνικά νεροσυρμή,
Πάντα κοπέλες θ’ ανεβαίνουν στον ουρανό ξεφωνίζοντας
Και πάντα παλικάρια θα σφάζονται –
Έλληνά μου, θα
σφάζονται –
στης Μαρίας την ποδιά.
Πηγή: από τη συλλογή «Συλλογή» (Αθήνα 1991) και στον τόμο «Ποιήματα», Ίκαρος 2006.
Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου