Θυμάμαι ήμουν
μισο-
καθισμένος
μισο-
όρθιος
στη σέλα,
πίσω μου ένιωθα τον αέρα να φυσάει,
μέσα μου λαχταρούσα ν’ αφήσω
πίσω τα παιδικά μου χρόνια,
αδέξιος σαν πάπια,
και σε θυμάμαι να τρέχεις δίπλα μου
με κομμένη ανάσα
μήπως πέσω
και σπάσω τα μούτρα μου
(Αν με ρωτούσες τώρα,
δεν νομίζω ότι είχες καν
το δαχτυλάκι σου πάνω στη σέλα
όπως, φιλώντας σταυρό, μου είχες υποσχεθεί.
Και αν δεν έπεσα, ο λόγος είναι
πως σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη).
δεν νομίζω ότι είχες καν
το δαχτυλάκι σου πάνω στη σέλα
όπως, φιλώντας σταυρό, μου είχες υποσχεθεί.
Και αν δεν έπεσα, ο λόγος είναι
πως σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη).
Όταν επιτέλους βρήκα το κουμπί
πώς να κουμαντάρω αυτό το περίεργο κατασκεύασμα
ανάμεσα στα πόδια μου
συνέχισα να γυρίζω τις ρόδες,
να τρέχω όσο γινόταν
πιο μακριά από σένα.
Πού και πού τώρα
από μια μακρινή γωνιά της μνήμης μου
ακούω να μου φωνάζεις λαχανιασμένος, με αγάπη,
καθώς με βάζεις μπρος στο δρόμο της ζωής μετ’ εμποδίων,
«Τράβα μπροστά σου παιδί μου, τράβα μπροστά,
και προς Θεού
μην κοιτάς πίσω
μην κοιτάς πίσω».
Και δεν κοίταξα πίσω.
Ήταν η τελευταία φορά, νομίζω,
που ξεγελάστηκα
και πίστεψα τόσο απόλυτα σε κάτι.
Από την έκδοση: «Ανθολογία σύγχρονης Ιρλανδικής ποίησης», Μετάφραση από τα ιρλανδικά Καίτη Λογοθέτη-Άντερσον ‒ Κέβιν Άντερσον (Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2023).
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου