Και τότε, ένα μεγάλο πουλί με μεταξένιες φτερούγες όρμησε μέσα στο δωμάτιο από τον σκοτεινό κήπο. Δεν ήταν δυνατόν να το εμποδίσει, γιατί το παράθυρο ήταν ψηλό και φαρδύ και το ίδιο το δωμάτιο ψηλοτάβανο και με ανοίγματα ψηλά στα χωρίσματα των τοίχων. Το φτερωτό πλάσμα ήταν σκούρο καφέ, έριχνε τις σκιές του σε πυκνά σύννεφα και πετούσε ταλαντευόμενο. Προσπάθησε να το παρακολουθήσει με το βλέμμα, πριν το καταδιώξει. Το καφετί πλάσμα σύστημα πανικοβλημένων κυττάρων δεν αντιστάθηκε λες και είχε ελπίσει στη σύλληψή του. Έπεσε σχεδόν στην αγκαλιά του και είχε την αίσθηση ενός υφάσματος που συρόταν επάνω του, με κάποια δική του κρυφή οντότητα, προσπαθώντας να ελευθερωθεί και συγχρόνως να παραμείνει. Ένα σκουρόχρωμο υγρό άρχισε να λεκιάζει τη ρόμπα του που ήταν ήδη στιγματισμένη από το δικό του αίμα. Αισθανόταν μια επιθυμία να πεθάνει. Ξάπλωσε στο ζεστό πάτωμα φροντίζοντας να κρατάει το γεράκι σε απόσταση, ώστε να μπορεί να αναπνέει. Έτσι βυθίστηκαν και οι δυο σε μια πυκνή αδιαφάνεια. Έξω είχε αρχίσει να χαράζει η μέρα. Μια νέα γέννηση. Εκτυφλωτική.
Πηγή: Άλλοι, Κέδρος, 1990.
Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου